ἱματίδιον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμᾰτίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἱμάτιον]], Ἀριστοφ. Πλ. 985, Λυσίας παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 42· κατὰ κρᾶσιν [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου, θαἰματίδια Ἀριστοφ. Λυσ. 401. -ῑδιον Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ..
|lstext='''ἱμᾰτίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἱμάτιον]], Ἀριστοφ. Πλ. 985, Λυσίας παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 42· κατὰ κρᾶσιν μετὰ τοῦ ἄρθρου, θαἰματίδια Ἀριστοφ. Λυσ. 401. -ῑδιον Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ..
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:15, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμᾰτίδιον Medium diacritics: ἱματίδιον Low diacritics: ιματίδιον Capitals: ΙΜΑΤΙΔΙΟΝ
Transliteration A: himatídion Transliteration B: himatidion Transliteration C: imatidion Beta Code: i(mati/dion

English (LSJ)

[ῑδ], τό, Dim. of ἱμάτιον, Id.Pl.985, Lys.Fr.316S., BGU1103.12 (i B.C.); by crasis with the Art., A θαἰματίδια Ar.Lys.401.

German (Pape)

[Seite 1252] τό, dasselbe; Ar. Plut. 985; Poll. 7, 42 aus Lys. – Mit dem Artikel θαἰματίδια Ar. Lys. 401.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱμάτιον, Ἀριστοφ. Πλ. 985, Λυσίας παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 42· κατὰ κρᾶσιν μετὰ τοῦ ἄρθρου, θαἰματίδια Ἀριστοφ. Λυσ. 401. -ῑδιον Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ..

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de ἱμάτιον.

Greek Monolingual

ἱματίδιον, τὸ (Α)
μικρό ιμάτιο, ρουχαλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. γον-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].

Greek Monotonic

ἱμᾰτίδιον: [τῑ], τό, υποκορ. του ἱμάτιον, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἱμᾰτίδιον: (ῑμ, τῐ) τό одежонка, платьице Arph.

Middle Liddell

ἱμᾰτ¯ίδιον, ου, τό, [Dim. of ἱμάτιον, Ar.]