ὑδατοθρέμμων: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδᾰτοθρέμμων''': -ον, ὁ τρεφόμενος καὶ ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, [[ἰχθὺς]] Ἐμπεδ. 130 [[[μετὰ]] ῡ, ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].
|lstext='''ὑδᾰτοθρέμμων''': -ον, ὁ τρεφόμενος καὶ ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, [[ἰχθὺς]] Ἐμπεδ. 130 [μετὰ ῡ, ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:20, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτοθρέμμων Medium diacritics: ὑδατοθρέμμων Low diacritics: υδατοθρέμμων Capitals: ΥΔΑΤΟΘΡΕΜΜΩΝ
Transliteration A: hydatothrémmōn Transliteration B: hydatothremmōn Transliteration C: ydatothremmon Beta Code: u(datoqre/mmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A nurtured and living in water, ἰχθῦς Emp.21.11, 23.7 [with ῡ, in dact. verse].

German (Pape)

[Seite 1172] ονος, vom Wasser, im Wasser genährt, wachsend, lebend, ἰχθύς, Empedocl. 78. 88, wo in der Vershebung υ lang gebraucht ist.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδᾰτοθρέμμων: -ον, ὁ τρεφόμενος καὶ ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, ἰχθὺς Ἐμπεδ. 130 [μετὰ ῡ, ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ψάρι) αυτός που τρέφεται και αυξάνεται μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -θρέμμων (< θ. θρέπ- του τρέφω, πρβλ. θρεπ-τός + κατάλ. -μων), πρβλ. βιο-θρέμμων, ολβο-θρέμμων].

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰτοθρέμμων: 2, gen. ονος (ῡ!) τρέφω обитающий в воде (ἰχθύς Emped. ap. Arst.).