δαμασίφως: Difference between revisions
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δᾰμᾰσίφως) -ωτος, ὁ | |dgtxt=(δᾰμᾰσίφως) -ωτος, ὁ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">1</b> [[que somete]], [[que vence a los hombres]]del sueño, Simon.96.<br /><b class="num">2</b> [[que doblega a los hombres]], [[matador de hombres]] δαμασίφως Ἄρης Tim.15.21 (cj., v. ap. crít.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:40, 20 July 2021
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, A = δαμασίμβροτος, ὕπνος Simon.232; of Ares, prob. in Tim.Pers.22.
German (Pape)
[Seite 521] ωτος, ὁ, = δαμασίμβροτος; so nannte Simonid. den Schlaf, Schol. Il. 24, 5.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμᾰσίφως: -ωτος, ὁ, ἡ, = δαμασίμβροτος, ὕπνος Σιμων. 232.
Spanish (DGE)
(δᾰμᾰσίφως) -ωτος, ὁ
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que somete, que vence a los hombresdel sueño, Simon.96.
2 que doblega a los hombres, matador de hombres δαμασίφως Ἄρης Tim.15.21 (cj., v. ap. crít.).
Greek Monolingual
δαμασίφως (-ωτος), ο, η (Α)
αυτός που δαμάζει ή καταβάλλει τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + φως «άνδρας». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].
Greek Monotonic
δᾰμᾰσίφως: -ωτος, ὁ, ἡ, = δαμασίβροτος, σε Σίμωνα.