δικτατορία: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
(big3_11)
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ωρεία D.H.20.13, <i>Anecd.Ludw</i>.207.6, -ωρία Plu.2.318c<br />[[dictadura]] magistratura romana ἔστι γὰρ αἱρετὴ τυραννὶς ἡ δ. D.H.5.73, cf. 6.22, l.c., ἀνυπευθύνου ... δεῖσθαι τὰ πράγματα μοναρχίας ἣν δικτατορίαν καλοῦσιν Plu.<i>Fab</i>.3, cf. <i>Brut</i>.29, l.c., D.C.42.21.1, 43.14.3.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ωρεία D.H.20.13, <i>Anecd.Ludw</i>.207.6, -ωρία Plu.2.318c<br />[[dictadura]] magistratura romana ἔστι γὰρ αἱρετὴ τυραννὶς ἡ δ. D.H.5.73, cf. 6.22, l.c., ἀνυπευθύνου ... δεῖσθαι τὰ πράγματα μοναρχίας ἣν δικτατορίαν καλοῦσιν Plu.<i>Fab</i>.3, cf. <i>Brut</i>.29, l.c., D.C.42.21.1, 43.14.3.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α δικτατωρεία) [[δικτάτωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθεστώς]] που χαρακτηρίζεται από την παράνομη και βίαιη [[συνήθως]] [[συγκέντρωση]] της εξουσίας σε ένα μοναδικό [[πρόσωπο]] ή μικρή [[ομάδα]] ατόμων και την [[επιβολή]] αυταρχικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δικτατορία]] του προλεταριάτου» — [[μαρξιστικός]], [[λενινιστικός]] όρος για το πολιτικό [[σύστημα]] και τη μεταβατική περίοδο της ιστορικής εξέλιξης [[κατά]] την οποία οι τάξεις τών εργατών και τών αγροτών θα διοικούν το [[κράτος]] αποκλείοντας από την [[εξουσία]] τις παλιές εκμεταλλεύτριες τάξεις<br /><b>αρχ.</b><br />το [[αξίωμα]] του δικτάτορα.
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 20 July 2021

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dictature à Rome.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -ωρεία D.H.20.13, Anecd.Ludw.207.6, -ωρία Plu.2.318c
dictadura magistratura romana ἔστι γὰρ αἱρετὴ τυραννὶς ἡ δ. D.H.5.73, cf. 6.22, l.c., ἀνυπευθύνου ... δεῖσθαι τὰ πράγματα μοναρχίας ἣν δικτατορίαν καλοῦσιν Plu.Fab.3, cf. Brut.29, l.c., D.C.42.21.1, 43.14.3.

Greek Monolingual

η (Α δικτατωρεία) δικτάτωρ
νεοελλ.
1. καθεστώς που χαρακτηρίζεται από την παράνομη και βίαιη συνήθως συγκέντρωση της εξουσίας σε ένα μοναδικό πρόσωπο ή μικρή ομάδα ατόμων και την επιβολή αυταρχικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος
2. φρ. «δικτατορία του προλεταριάτου» — μαρξιστικός, λενινιστικός όρος για το πολιτικό σύστημα και τη μεταβατική περίοδο της ιστορικής εξέλιξης κατά την οποία οι τάξεις τών εργατών και τών αγροτών θα διοικούν το κράτος αποκλείοντας από την εξουσία τις παλιές εκμεταλλεύτριες τάξεις
αρχ.
το αξίωμα του δικτάτορα.