δρασείω: Difference between revisions
ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δρᾱσείω)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [sólo pres. act.]<br />[[tener la intención de hacer]], [[querer hacer]] δῆλός ἐστιν ὥς τι δρασείων κακόν S.<i>Ai</i>.326, τί ποτε δρασείεις φρενί; S.<i>Ai</i>.585, cf. <i>Ph</i>.1245, τί τἀπὶ τούτοις παῖδ' ἐμὼ δρασείετον E.<i>Ph</i>.1208, cf. <i>Med</i>.93, τὸν λέοντα ... τίκτεσθαι ... δρασείοντά τι γεννικόν Ael.<i>NA</i> 5.39, cf. 11.14<br /><b class="num">•</b>c. dos ac. τί δρασείεις ποθ' ἡμῶν τὸν λεών; Ar.<i>Pax</i> 62. | |dgtxt=(δρᾱσείω)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [sólo pres. act.]<br />[[tener la intención de hacer]], [[querer hacer]] δῆλός ἐστιν ὥς τι δρασείων κακόν S.<i>Ai</i>.326, τί ποτε δρασείεις φρενί; S.<i>Ai</i>.585, cf. <i>Ph</i>.1245, τί τἀπὶ τούτοις παῖδ' ἐμὼ δρασείετον E.<i>Ph</i>.1208, cf. <i>Med</i>.93, τὸν λέοντα ... τίκτεσθαι ... δρασείοντά τι γεννικόν Ael.<i>NA</i> 5.39, cf. 11.14<br /><b class="num">•</b>c. dos ac. τί δρασείεις ποθ' ἡμῶν τὸν λεών; Ar.<i>Pax</i> 62.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Desiderativo sobre [[δράω]] q.u. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:50, 20 July 2021
English (LSJ)
Desiderat. of δράω, A have a mind to do, S.Aj.326,585, E. Ph.1208, Med.93, Ar.Pax62.
German (Pape)
[Seite 665] desiderat. zu δράω, thun wollen; Soph. Ai. 326 Eur. Phoen. 1214 Ar. Pax 62.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱσείω: ἐφετικὸν τοῦ δράω, ἔχω διάθεσιν, ἐπιθυμῶ νὰ πράξω, «Σοφ. Αἴ. 326, 585, Εὐρ. Φοιν. 1208, Μηδ. 93, Ἀριστοφ. Εἰρ. 62.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir envie d’agir, de faire, acc..
Étymologie: δράω.
Spanish (DGE)
(δρᾱσείω)
• Morfología: [sólo pres. act.]
tener la intención de hacer, querer hacer δῆλός ἐστιν ὥς τι δρασείων κακόν S.Ai.326, τί ποτε δρασείεις φρενί; S.Ai.585, cf. Ph.1245, τί τἀπὶ τούτοις παῖδ' ἐμὼ δρασείετον E.Ph.1208, cf. Med.93, τὸν λέοντα ... τίκτεσθαι ... δρασείοντά τι γεννικόν Ael.NA 5.39, cf. 11.14
•c. dos ac. τί δρασείεις ποθ' ἡμῶν τὸν λεών; Ar.Pax 62.
• Etimología: Desiderativo sobre δράω q.u.
Greek Monolingual
δρασείω (Α)
επιθυμώ ή προτίθεμαι να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό του δρω].
Greek Monotonic
δρᾱσείω: εφετικό του δράω, έχω διάθεση να κάνω, επιθυμώ να κάνω, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δρᾱσείω: [desiderat. к δράω собираться, намереваться, замышлять (τι Soph., Eur., Arph.).
Middle Liddell
δρᾱσείω, [Desiderat. of δράω
to have a mind to do, to be going to do, Soph., Eur.