δουκηνάριος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[ducenario]] ἀνὴρ ἀπὸ ἐπιτροπῆς δουκηναρίας ex-procurador ducenario</i>, <i>IEphesos</i> 894 (II d.C.). < [[δουκηνάριος]] [[δουκιανός]] > [[δουκηνάριος]], -ου, ὁ | |dgtxt=-α, -ον<br />[[ducenario]] ἀνὴρ ἀπὸ ἐπιτροπῆς δουκηναρίας ex-procurador ducenario</i>, <i>IEphesos</i> 894 (II d.C.). < [[δουκηνάριος]] [[δουκιανός]] > [[δουκηνάριος]], -ου, ὁ<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. δουκι- <i>IPrusias</i> 131.4 (crist.), Ath.Al.<i>Apol.Sec</i>.76.1, <i>IG</i> 10(2).2.152 (V/VI d.C.), δωκεν- <i>SEG</i> 7.1097 (Arabia, imper.)<br />lat. [[ducenarius]], [[ducenario]] en el principado oficial ecuestre con un salario de doscientos mil sestercios, después designa a un procurador de alto rango en los estamentos militar y civil ἀπὸ δουκηναρίων ex-ducenario</i>, <i>IEphesos</i> 629.8 (II/III d.C.), τὸν κράτιστον μετὰ πάσας ἱππικὰς στρατείας δουκηνάριον <i>IEphesos</i> 3055.3 (II/III d.C.), cf. <i>SEG</i> 44.1210.7 (Patara I/II d.C.), <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.447.4 (Tasos II d.C.), <i>POxy</i>.1711.5 (III d.C.), <i>MAMA</i> 4.59 (Frigia III/IV d.C.), <i>IUrb.Rom</i>.306 (IV d.C.), Malch.<i>Ep</i>. en Eus.<i>HE</i> 7.30.8, Lyd.<i>Mag</i>.3.7, τὸν πολλάκις δουκηνάριον <i>IEphesos</i> 616.5 (III d.C.), τὸν διασημότατον δουκ(ηνάριον) <i>TAM</i> 3.88.1 (Termeso, imper.), δ. τοῦ Σεβαστοῦ Πόντου καὶ Βειθυνίας <i>IGR</i> 4.1057.18, cf. 14 (Cos III d.C.), δ. ἐπὶ συμβουλίου τοῦ Σεβ(αστοῦ) <i>OGI</i> 549.8 (Ancira III d.C.), δ. φαβρικήσιος <i>SEG</i> 26.1320 (Sardes, biz.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δουκηνάριος]] και δουκενάριος, ο (AM)<br />[[τίτλος]] αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού που έπαιρνε [[μισθό]] διακόσιες χιλιάδες σεστέρτιους<br /><b>μσν.</b><br />[[επίτροπος]] του Βυζαντινού βασιλιά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ.</b> <i>η δουκηναρία</i><br />[[εκτίμηση]], [[απογραφή]] πράγματος ή πραγμάτων αξίας διακοσίων χιλιάδων σεστερτίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>ducenarius</i>]. | |mltxt=[[δουκηνάριος]] και δουκενάριος, ο (AM)<br />[[τίτλος]] αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού που έπαιρνε [[μισθό]] διακόσιες χιλιάδες σεστέρτιους<br /><b>μσν.</b><br />[[επίτροπος]] του Βυζαντινού βασιλιά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ.</b> <i>η δουκηναρία</i><br />[[εκτίμηση]], [[απογραφή]] πράγματος ή πραγμάτων αξίας διακοσίων χιλιάδων σεστερτίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>ducenarius</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:52, 20 July 2021
English (LSJ)
ὁ, = Lat. A ducenarius, official receiving salary of 200,000 sesterces, IG14.1347, POxy.1711.4 (iii A. D.), etc. II fem. δουκηναρία, ἡ, assessment of 200,000 sesterces, ib.1274.14 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
δουκηνάριος: -α, -ον, τὸ Λατ. ducenarius, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 30, 8.
Spanish (DGE)
-α, -ον
ducenario ἀνὴρ ἀπὸ ἐπιτροπῆς δουκηναρίας ex-procurador ducenario, IEphesos 894 (II d.C.). < δουκηνάριος δουκιανός > δουκηνάριος, -ου, ὁ
• Grafía: graf. δουκι- IPrusias 131.4 (crist.), Ath.Al.Apol.Sec.76.1, IG 10(2).2.152 (V/VI d.C.), δωκεν- SEG 7.1097 (Arabia, imper.)
lat. ducenarius, ducenario en el principado oficial ecuestre con un salario de doscientos mil sestercios, después designa a un procurador de alto rango en los estamentos militar y civil ἀπὸ δουκηναρίων ex-ducenario, IEphesos 629.8 (II/III d.C.), τὸν κράτιστον μετὰ πάσας ἱππικὰς στρατείας δουκηνάριον IEphesos 3055.3 (II/III d.C.), cf. SEG 44.1210.7 (Patara I/II d.C.), IG 12.Suppl.447.4 (Tasos II d.C.), POxy.1711.5 (III d.C.), MAMA 4.59 (Frigia III/IV d.C.), IUrb.Rom.306 (IV d.C.), Malch.Ep. en Eus.HE 7.30.8, Lyd.Mag.3.7, τὸν πολλάκις δουκηνάριον IEphesos 616.5 (III d.C.), τὸν διασημότατον δουκ(ηνάριον) TAM 3.88.1 (Termeso, imper.), δ. τοῦ Σεβαστοῦ Πόντου καὶ Βειθυνίας IGR 4.1057.18, cf. 14 (Cos III d.C.), δ. ἐπὶ συμβουλίου τοῦ Σεβ(αστοῦ) OGI 549.8 (Ancira III d.C.), δ. φαβρικήσιος SEG 26.1320 (Sardes, biz.).
Greek Monolingual
δουκηνάριος και δουκενάριος, ο (AM)
τίτλος αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού που έπαιρνε μισθό διακόσιες χιλιάδες σεστέρτιους
μσν.
επίτροπος του Βυζαντινού βασιλιά
αρχ.
το θηλ. η δουκηναρία
εκτίμηση, απογραφή πράγματος ή πραγμάτων αξίας διακοσίων χιλιάδων σεστερτίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ducenarius].