ἀλοιητήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆρος<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[trillador]] σίδηρος Nonn.<i>D</i>.17.237, ἀ. ὀδόντες molares</i>, <i>AP</i> 11.379 (Agath.)<br /><b class="num">•</b>fig. c. gen. (λιμόν) ἀλοιητῆρα βροτείων Orác. en Iul.<i>Mis</i>.370a (cf. [[ἀλοητής]]).
|dgtxt=-ῆρος<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[trillador]] σίδηρος Nonn.<i>D</i>.17.237, ἀ. ὀδόντες molares</i>, <i>AP</i> 11.379 (Agath.)<br /><b class="num">•</b>fig. c. gen. (λιμόν) ἀλοιητῆρα βροτείων Orác. en Iul.<i>Mis</i>.370a (cf. [[ἀλοητής]]).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:15, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλοιητήρ Medium diacritics: ἀλοιητήρ Low diacritics: αλοιητήρ Capitals: ΑΛΟΙΗΤΗΡ
Transliteration A: aloiētḗr Transliteration B: aloiētēr Transliteration C: aloiitir Beta Code: a)loihth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (ἀλοιάω) A thresher, grinder, as Adj., σίδηρος Nonn. D. 17.237; ἀ. ὀδόντες grinders, AP11.379 (Agath.): metaph., λιμός Orac. ap. Jul.Mis.370a.

German (Pape)

[Seite 109] ῆρος, ὁ, Drescher; dah. Zermalmer, ὀδόντες, Backzähne, Agath. 74 (XI, 379); σιδηρός Nonn. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλοιητήρ: ῆρος, ὁ, (ἀλοιάω) ὁ ἁλωνίζων, κατατρίβων, σίδηρος, Νόνν. Δ. 17. 237: ἀλ. ὀδόντες, οἱ τραπεζῖται ἢ γόμφιοι, Λατ. inolares Ἀνθ. Π. 11. 379.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui broie ; ἀλοιητῆρες ὀδόντες dents molaires.
Étymologie: ἀλοιάω.

Spanish (DGE)

-ῆρος
• Prosodia: [ᾰ-]
trillador σίδηρος Nonn.D.17.237, ἀ. ὀδόντες molares, AP 11.379 (Agath.)
fig. c. gen. (λιμόν) ἀλοιητῆρα βροτείων Orác. en Iul.Mis.370a (cf. ἀλοητής).

Greek Monolingual

ἀλοιητήρ (-ῆρος), ο (AM)
αυτός που θρυμματίζει, που αλέθει (για τα δόντια κ.λπ.)
2. (στον πληθυντικό) οι αλοιητήρες
οι γομφίοι, οι τραπεζίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλοιῶ, επικ. τ. του ρ. ἀλοῶ].

Greek Monotonic

ἀλοιητήρ: -ῆρος, ὁ (ἀλλοιάω), αυτός που αλωνίζει, που αλέθει, ἀλ. ὀδόντες, οι τραπεζίτες (τα δόντια), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλοιητήρ: ῆρος adj. m размалывающий, перетиращий: ὀδόντες ἀλοιητῆρες Anth. коренные зубы.

Middle Liddell

ἀλοιάω
a thresher, grinder, ἀλ. ὀδόντες the grinders, Anth.