ἀτιθάσευτος: Difference between revisions
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀτιθασσ- Plu.<i>Art</i>.25, Basil.M.32.209B<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indómito]], [[no domesticable]] del cinocéfalo, Agatharch.74, de la golondrina, Plu.2.728a, τὰ ζῷα D.S.3.35, ἑρπετά I.<i>BI</i> 6.336, τῶν θηρίων τὰ ἀτιθάσσευτα Plu.l.c.<br /><b class="num">2</b> fig. [[fiero]], [[duro]] πονηρία Aesop.206.1, κακία App.<i>BC</i> 4.8, cf. Phld.<i>Vit</i>.11.4B.<br /><b class="num">•</b>subst. τοῦ νόμου τὸ λίαν ἀκριβὲς καὶ ἀτιθάσευτον Agath.4.21.3.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[fieramente]] ἐξαγρίωντα καὶ ἀ. ἔχουσιν Basil.l.c. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:41, 20 July 2021
English (LSJ)
[θᾰ], ον, A untamable, wild, Agatharch.74, Aesop.342, Plu.Art.25, 2.728a; κακία App.BC4.8; τοῦ νόμου τὸ λίαν ἀκριβὲς καὶ ἀ. Agath.4.21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῐθάσευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ τιθασεύσῃ, ἄγριος, Πλουτ. Ἀρτοξ. 25., 2. 728A.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut apprivoiser, sauvage.
Étymologie: ἀ, τιθασεύω.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἀτιθασσ- Plu.Art.25, Basil.M.32.209B
I 1indómito, no domesticable del cinocéfalo, Agatharch.74, de la golondrina, Plu.2.728a, τὰ ζῷα D.S.3.35, ἑρπετά I.BI 6.336, τῶν θηρίων τὰ ἀτιθάσσευτα Plu.l.c.
2 fig. fiero, duro πονηρία Aesop.206.1, κακία App.BC 4.8, cf. Phld.Vit.11.4B.
•subst. τοῦ νόμου τὸ λίαν ἀκριβὲς καὶ ἀτιθάσευτον Agath.4.21.3.
II adv. -ως fieramente ἐξαγρίωντα καὶ ἀ. ἔχουσιν Basil.l.c.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτιθάσευτος, -ον)
αυτός που δεν τιθασεύθηκε ή που στάθηκε αδύνατο να ελεγχθεί.
Greek Monotonic
ἀτῐθάσευτος: -ον (τῐθᾰσεύω), αυτός που δεν μπορεί κανείς να δαμάσει, άγριος, σε Πλούτ.