ἐκλήπτωρ: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ορος, ὁ | |dgtxt=-ορος, ὁ<br /><b class="num">• Grafía:</b> pap. frec. ἐγλημπ-<br /><b class="num">1</b> [[arrendatario]], [[recaudador de impuestos y tasas mediante arriendo]], c. gen. ἐ. δρυμῶν <i>PIFAO</i> 3.22.2 (I d.C.), μέλιτος καὶ κηροῦ <i>PLond</i>.1171ue.1.7 (I d.C.), γερδ(ίων) <i>POxy</i>.262.1 (I d.C.) en <i>BL</i> 7.129, ζυγοστασίου μητροπόλεως <i>PSI</i> 459.1 (I d.C.), de paso de animales διπλώματος ὄνων <i>PHamb</i>.9.3, 22, cf. <i>PTeb</i>.507 (ambos II d.C.), Iust.<i>Nou</i>.123.6, 130.3, ἐ. [ο] ὐσίας τοῦ ... Αὐτοκράτορος <i>POxy</i>.2837.1 (I d.C.), cf. <i>CPR</i> 15.15.3 (I a.C.), διέγραψεν ... τοῖς λοι(ποῖς) ἐγλήμπτ(ορσι) <i>PFay</i>.58.6, cf. <i>PMerton</i> 64.3 (ambos II d.C.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[usurpador]] ἀλλοτρίων Epiph.Const.<i>Haer</i>.66.85.6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκλήπτωρ]] και ἐκλήμπτωρ, ο (AM)<br />[[εργολήπτης]], [[ανάδοχος]] έργου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εισπράκτορας]] φόρων<br /><b>2.</b> αυτός που παίρνει [[μισθό]] για κάποια [[υπηρεσία]]. | |mltxt=[[ἐκλήπτωρ]] και ἐκλήμπτωρ, ο (AM)<br />[[εργολήπτης]], [[ανάδοχος]] έργου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εισπράκτορας]] φόρων<br /><b>2.</b> αυτός που παίρνει [[μισθό]] για κάποια [[υπηρεσία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 20 July 2021
English (LSJ)
ορος, ὁ, later ἐκληπτ-λήμπτωρ, A contractor of works, PFay.58.6 (ii A.D.), etc. 2 tax-collector, Just.Nov.130.3, al.
German (Pape)
[Seite 767] ορος, ὁ, Übernehmer einer bedungenen Arbeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλήπτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἀναλαμβάνων τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου, ἐργολάβος, Λατ. conductor, Ἐπιφαν. Π. 165Β. 2) εἰσπράκτωρ φόρων, Ἰουστ. Νεαρ. 123, 6., 130, 3, κτλ.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
• Grafía: pap. frec. ἐγλημπ-
1 arrendatario, recaudador de impuestos y tasas mediante arriendo, c. gen. ἐ. δρυμῶν PIFAO 3.22.2 (I d.C.), μέλιτος καὶ κηροῦ PLond.1171ue.1.7 (I d.C.), γερδ(ίων) POxy.262.1 (I d.C.) en BL 7.129, ζυγοστασίου μητροπόλεως PSI 459.1 (I d.C.), de paso de animales διπλώματος ὄνων PHamb.9.3, 22, cf. PTeb.507 (ambos II d.C.), Iust.Nou.123.6, 130.3, ἐ. [ο] ὐσίας τοῦ ... Αὐτοκράτορος POxy.2837.1 (I d.C.), cf. CPR 15.15.3 (I a.C.), διέγραψεν ... τοῖς λοι(ποῖς) ἐγλήμπτ(ορσι) PFay.58.6, cf. PMerton 64.3 (ambos II d.C.).
2 fig. usurpador ἀλλοτρίων Epiph.Const.Haer.66.85.6.
Greek Monolingual
ἐκλήπτωρ και ἐκλήμπτωρ, ο (AM)
εργολήπτης, ανάδοχος έργου
μσν.
1. εισπράκτορας φόρων
2. αυτός που παίρνει μισθό για κάποια υπηρεσία.