συμπροσπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπροσπίπτω''': [[συμβαίνω]], [[συμπίπτω]] συγχρόνως, Γαλην. 2. 306. ΙΙ. [[ἐπέρχομαι]] εἰς τὸν νοῦν, τινι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 22.
|lstext='''συμπροσπίπτω''': [[συμβαίνω]], [[συμπίπτω]] συγχρόνως, Γαλην. 2. 306. ΙΙ. [[ἐπέρχομαι]] εἰς τὸν νοῦν, τινι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 22.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[προσπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[συμβαίνω]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] στον νου ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[προσπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[συμβαίνω]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] στον νου ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=Α [[προσπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[συμβαίνω]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] στον νου ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 16:31, 22 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροσπίπτω Medium diacritics: συμπροσπίπτω Low diacritics: συμπροσπίπτω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΣΠΙΠΤΩ
Transliteration A: symprospíptō Transliteration B: symprospiptō Transliteration C: symprospipto Beta Code: sumprospi/ptw

English (LSJ)

A happen at the same time, Gal.1.124, Theon ap.eund.6.210. 2 occur to one at the same time, τινι M.Ant.7.22.

German (Pape)

[Seite 990] (s. πίπτω), mit, zugleich zu- od. anfallen, in den Sinn kommen, M. Ant. 7, 22.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροσπίπτω: συμβαίνω, συμπίπτω συγχρόνως, Γαλην. 2. 306. ΙΙ. ἐπέρχομαι εἰς τὸν νοῦν, τινι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 22.

Greek Monolingual

Α προσπίπτω
1. συμβαίνω ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. έρχομαι στον νου ταυτόχρονα με κάτι άλλο.