νήκερως: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nikeros
|Transliteration C=nikeros
|Beta Code=nh/kerws
|Beta Code=nh/kerws
|Definition=ων, [[hornless]], [[not horned]], Epic nom. pl. [[νήκεροι]], Hes. ''Op.'' 529.
|Definition=ων, ([[νη-]], [[κέρας]]) [[hornless]], [[not horned]], Epic nom. pl. [[νήκεροι]], Hes. ''Op.'' 529.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νή-κερως, ων, [νη-, [[κέρας]]<br />not [[horned]], epic nom. pl. νήκεροι Hes.
|mdlsjtxt=νή-κερως, ων, ([[νη-]], [[κέρας]]) not [[horned]], epic nom. pl. νήκεροι Hes.
}}
}}

Revision as of 11:29, 28 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήκερως Medium diacritics: νήκερως Low diacritics: νήκερως Capitals: ΝΗΚΕΡΩΣ
Transliteration A: nḗkerōs Transliteration B: nēkerōs Transliteration C: nikeros Beta Code: nh/kerws

English (LSJ)

ων, (νη-, κέρας) hornless, not horned, Epic nom. pl. νήκεροι, Hes. Op. 529.

German (Pape)

[Seite 251] ωτος, ohne Hörner, ungehörnt (?).

Greek (Liddell-Scott)

νήκερως: -ων, (νη-) ἄνευ κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
sans cornes.
Étymologie: νη-, κέρας.

Greek Monolingual

νήκερως, -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)
αυτός που δεν έχει κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κέρως (< κέρας, -ατος), πρβλ. ά-κερως, δί-κερως].

Greek Monotonic

νήκερως: -ων (νη-, κέρας), αυτός που δεν έχει κέρατα· Επικ. ονομ. πληθ. νήκεροι, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

νή-κερως, ων, (νη-, κέρας) not horned, epic nom. pl. νήκεροι Hes.