διακαής: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[muy caliente]], [[ardiente]]de enfermos con fiebre, Hp.<i>Coac</i>.176 (cód.), (πυρετοί) Gal.11.65, cf. 10.759, Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.83, Simp.<i>in Cael</i>.602.9, καῦσοι Alex.Trall.1.325.22<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[el ardor]] Gal.11.21<br /><b class="num">•</b>[[incandescente]] πῦρ Plu.2.935a, ἀὴρ ... δ. aire abrasador</i> Luc.<i>Anach</i>.16, de la luna σῶμα δ. cuerpo incandescente</i> Plu.2.940b.<br /><b class="num">2</b> [[incendiado]], [[encendido]] συρφετός Plu.2.824f<br /><b class="num">•</b>fig. de pers. [[encendido]] ref. sentimientos δ. ἦν ὁ σατράπης θυμοῦ καὶ ἐπιθυμίας Hld.8.2.3, τῷ ζήλῳ δ. inflamado por los celos</i> Luc.<i>Dom</i>.31, de los ojos ξηρότητι διακαεῖς inflamados por la sequedad</i> Adam.2.36, de colores δ. χρῶμα color vivo</i> Plu.2.934b.<br /><b class="num">II</b> adv. [[διακαῶς]] = [[ardientemente]] ref. al amor φλεγόμενος Alciphr.2.6.2, πυρέττειν Alex.Trall.1.327.1, δ. περὶ τὴν ἱππικὴν ... διακείμενος <i>Tz.Comm</i>.Ar.2.384.5.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[muy caliente]], [[ardiente]] de enfermos con fiebre, Hp.<i>Coac</i>.176 (cód.), (πυρετοί) Gal.11.65, cf. 10.759, Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.83, Simp.<i>in Cael</i>.602.9, καῦσοι Alex.Trall.1.325.22<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[el ardor]] Gal.11.21<br /><b class="num">•</b>[[incandescente]] πῦρ Plu.2.935a, ἀὴρ ... δ. aire abrasador</i> Luc.<i>Anach</i>.16, de la luna σῶμα δ. cuerpo incandescente</i> Plu.2.940b.<br /><b class="num">2</b> [[incendiado]], [[encendido]] συρφετός Plu.2.824f<br /><b class="num">•</b>fig. de pers. [[encendido]] ref. sentimientos δ. ἦν ὁ σατράπης θυμοῦ καὶ ἐπιθυμίας Hld.8.2.3, τῷ ζήλῳ δ. inflamado por los celos</i> Luc.<i>Dom</i>.31, de los ojos ξηρότητι διακαεῖς inflamados por la sequedad</i> Adam.2.36, de colores δ. χρῶμα color vivo</i> Plu.2.934b.<br /><b class="num">II</b> adv. [[διακαῶς]] = [[ardientemente]] ref. al amor φλεγόμενος Alciphr.2.6.2, πυρέττειν Alex.Trall.1.327.1, δ. περὶ τὴν ἱππικὴν ... διακείμενος <i>Tz.Comm</i>.Ar.2.384.5.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 16:09, 9 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακᾰής Medium diacritics: διακαής Low diacritics: διακαής Capitals: ΔΙΑΚΑΗΣ
Transliteration A: diakaḗs Transliteration B: diakaēs Transliteration C: diakais Beta Code: diakah/s

English (LSJ)

ές, (διακαίω) A burnt through, very hot, cj. in Thphr.Vent. 21, cf. Gal.11.21, etc.; ἀήρ Luc.Anach.16; πυρετοί Simp.in Cael. 602.9: metaph., τῷ ζήλῳ δ. Luc.Dom.31. Adv. διακαῶς Alciphr.1.27, Alex.Trall.Febr.2.

German (Pape)

[Seite 580] ές, durchglüht, sehr heiß; ἀὴρ ξηρὸς καὶ δ. Luc. Gymn. 16; Medic.; auch übertr., ζήλῳ δ., von Eifersucht, Luc. dom. 31. – Adv., διακαῶς ἐρᾶν, Alciphr. 3, 8.

Greek (Liddell-Scott)

διακᾰής: -ές, (διακαίω) καθ’ ὑπερβολὴν καίων, διάπυρος, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 21· τῷ ζήλῳ δ. Λουκ. π. Οἴκ. 31. ―Ἐπίρρ. διακαῶς Ἀλκίφρων 1. 27.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ardent.
Étymologie: διακαίω.

Spanish (DGE)

-ές
I 1muy caliente, ardiente de enfermos con fiebre, Hp.Coac.176 (cód.), (πυρετοί) Gal.11.65, cf. 10.759, Alex.Aphr.Pr.1.83, Simp.in Cael.602.9, καῦσοι Alex.Trall.1.325.22
subst. τὸ δ. el ardor Gal.11.21
incandescente πῦρ Plu.2.935a, ἀὴρ ... δ. aire abrasador Luc.Anach.16, de la luna σῶμα δ. cuerpo incandescente Plu.2.940b.
2 incendiado, encendido συρφετός Plu.2.824f
fig. de pers. encendido ref. sentimientos δ. ἦν ὁ σατράπης θυμοῦ καὶ ἐπιθυμίας Hld.8.2.3, τῷ ζήλῳ δ. inflamado por los celos Luc.Dom.31, de los ojos ξηρότητι διακαεῖς inflamados por la sequedad Adam.2.36, de colores δ. χρῶμα color vivo Plu.2.934b.
II adv. διακαῶς = ardientemente ref. al amor φλεγόμενος Alciphr.2.6.2, πυρέττειν Alex.Trall.1.327.1, δ. περὶ τὴν ἱππικὴν ... διακείμενος Tz.Comm.Ar.2.384.5.

Greek Monolingual

-ές (AM διακαής, -ές)
Ι. 1. διάπυρος, πυρακτωμένος, υπερβολικά θερμός
νεοελλ.
(για συναισθήματα) θερμός, φλογερός, έντονος
II. επίρρ. διακαώς (AM διακαῶς)
νεοελλ.
έντονα, φλογερά
αρχ.-μσν.
με υπερβολική θερμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + θ. του εκάην αόρ. του καίω].

Greek Monotonic

διακᾰής: -ές (διακαίω), αυτός που καίει υπερβολικά, καυτός, πύρινος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διακαής:
1) сильно прогретый, раскаленный (ἀήρ Luc.);
2) перен. разгоряченный, распаленный (ζήλῳ Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακαής -ές [διακαίω] gloeiend; overdr.. τῷ ζήλῳ διακαής gloeiend van jaloezie Luc. 10.31.

Middle Liddell

διακᾰής, ές διακαίω
burnt through, very hot, Luc.