αόργητος: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(5)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀόργητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[οργή]], που δεν μπορεί να οργιστεί<br /><b>2.</b> όποιος συγκρατεί την [[οργή]] του, [[ψύχραιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>οργητος</i>, [[εκτεταμένος]] τ. του -<i>οργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οργή]]), [[κατά]] το [[άνοος]] -[[ανόητος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσόργητος]] <b>κ.λπ.</b>)].
|mltxt=[[ἀόργητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[οργή]], που δεν μπορεί να οργιστεί<br /><b>2.</b> όποιος συγκρατεί την [[οργή]] του, [[ψύχραιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>οργητος</i>, [[εκτεταμένος]] τ. του -<i>οργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οργή]]), [[κατά]] το [[άνοος]] -[[ανόητος]] ([[πρβλ]]. [[δυσόργητος]] <b>κ.λπ.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:23, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἀόργητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει οργή, που δεν μπορεί να οργιστεί
2. όποιος συγκρατεί την οργή του, ψύχραιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -οργητος, εκτεταμένος τ. του -οργος (< οργή), κατά το άνοος -ανόητος (πρβλ. δυσόργητος κ.λπ.)].