αὐτομήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
m (Text replacement - " " to "") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐτομήτωρ]] (-ορος), η (Α)<br />[[ίδια]] η [[μητέρα]], απαράλλαχτα όμοια με τη [[μητέρα]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]] ( | |mltxt=[[αὐτομήτωρ]] (-ορος), η (Α)<br />[[ίδια]] η [[μητέρα]], απαράλλαχτα όμοια με τη [[μητέρα]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]] ([[πρβλ]]. [[αμήτωρ]], [[πατρομήτωρ]], [[προμήτωρ]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ορος, ἡ, A very mother herself, or her mother's very child, dub. in Semon.7.12.
German (Pape)
[Seite 399] ορος, ἡ, die leibhafte Mutter selbst, Simon. mul. vs. 12.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτομήτωρ: -ορος, ἡ, αὐτὴ ἡ μήτηρ ἀπαράλλακτος, ἀκριβῶς ὡς ἡ μήτηρ, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 7 [8]. 12· ― ὁ τύπος αὐτομήτηρ, ερος εἶναι ἀντίθετος τῇ ἀναλογίᾳ, Λοβ. Φρύν. 659.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
que es madre de sí mismo, que se engendra a sí mismo θεός BE 1976.766 (Egipto), cf. Semon.8.12 (cód., prob. error).
Greek Monolingual
αὐτομήτωρ (-ορος), η (Α)
ίδια η μητέρα, απαράλλαχτα όμοια με τη μητέρα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -μήτωρ < μήτηρ (πρβλ. αμήτωρ, πατρομήτωρ, προμήτωρ κ.ά.)].