βαθύχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει βαθύ, σκούρο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαθύς]] <span style="color: red;">+</span> [[χρώμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άχρωμος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>).
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει βαθύ, σκούρο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαθύς]] <span style="color: red;">+</span> [[χρώμα]] ([[πρβλ]]. [[άχρωμος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>).
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει βαθύ, σκούρο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + χρώμα (πρβλ. άχρωμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς).