βουμελία: Difference between revisions
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
m (Text replacement - " " to "") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βουμελία]], η (Α)<br />[[είδος]] [[μεγάλης]] μελίης, φλαμουριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βου</i>- επιτατικό (<span style="color: red;"><</span> [[βους]]) <span style="color: red;">+</span> [[μελία]] «[[φλαμουριά]]» ( | |mltxt=[[βουμελία]], η (Α)<br />[[είδος]] [[μεγάλης]] μελίης, φλαμουριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βου</i>- επιτατικό (<span style="color: red;"><</span> [[βους]]) <span style="color: red;">+</span> [[μελία]] «[[φλαμουριά]]» ([[πρβλ]]. [[βουκόρυζα]], [[βούπαις]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, A ash, Fraxinus excelsior, Thphr.HP3.11.4, 4.8.2 (v.l. βουμέλιος, ὁ).
German (Pape)
[Seite 458] ἡ, eine Eschenart, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βουμελία: ἡ, εἶδος μεγάλης μελίας, πελωρίας δρυός, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 11, 4., 4. 8, 2· -διάφ. γραφ. βουμέλιος, ὁ.
Greek Monolingual
βουμελία, η (Α)
είδος μεγάλης μελίης, φλαμουριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βου- επιτατικό (< βους) + μελία «φλαμουριά» (πρβλ. βουκόρυζα, βούπαις κ.ά.)].