γαλακτόχρους: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν (Α [[γαλακτόχρους]], -ουν)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του γάλακτος, [[άσπρος]] σαν το [[γάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]](-<i>κτος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερυθρόχρους]], [[χαλκόχρους]])].
|mltxt=-ουν (Α [[γαλακτόχρους]], -ουν)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του γάλακτος, [[άσπρος]] σαν το [[γάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]](-<i>κτος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. [[ερυθρόχρους]], [[χαλκόχρους]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ουν (Α γαλακτόχρους, -ουν)
αυτός που έχει το χρώμα του γάλακτος, άσπρος σαν το γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -χρους < -χροος < χρως «χρώμα» (πρβλ. ερυθρόχρους, χαλκόχρους)].