γονιός: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γονέας]] και [[γονής]], ο (AM [[γονεύς]])<br /><b>1.</b> ο [[πατέρας]]<br /><b>2.</b> [[συνήθως]] στον πληθ.) <i>οι γονείς</i> και <i>γονιοί</i> και <i>γονέοι</i> και <i>γονικά</i><br />α) [[πατέρας]] και [[μητέρα]] [[μαζί]]<br />β) πρόγονοι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πείνα]] και τών γονέων» — πολύ [[μεγάλη]] [[πείνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>gon</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>gen</i>- «[[γεννώ]]». Ο τ. [[γονιός]] <span style="color: red;"><</span> <i>γονέος</i>, πληθ. οι γονέοι (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ωραίοι</i> -[[ωραίος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>τών γονέων</i>, γεν. πληθ. του [[γονεύς]]<br />κατ' άλλους ο τ. [[γονιός]] σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το [[υιός]], από τη γενική πληθυντικού <i>υιών</i> που συνέπιπτε με γεν. πληθ. <i>γονιών</i>. Ο τ. [[γονέας]] <span style="color: red;"><</span> [[γονεύς]] με μεταπλασμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[βασιλεύς]]-<i>βασιλέας</i>, [[γραφεύς]]-<i>γραφέας</i>). Ο τ. [[γονής]] <span style="color: red;"><</span> <i>γονείς</i>, πληθ. του [[γονεύς]] (<b>[[πρβλ]].</b> ο [[ιερής]]-<i>οι ιερείς</i>, ο [[ιερεύς]]), αναλογικά [[προς]] τα αρσενικά σε -<i>ής</i> με τα οποία συνέπεσε ακουστικά (<b>[[πρβλ]].</b> [[ποιητής]], [[νικητής]], [[ληστής]])<br />κατ' άλλους, ο τ. [[γονής]] σχηματίστηκε [[κατά]] το [[συγγενής]] από τον πληθυντικό <i>συγγενήδες</i>- <i>γονήδες</i> και <i>συγγενοί</i> -<i>γονιοί</i>].
|mltxt=και [[γονέας]] και [[γονής]], ο (AM [[γονεύς]])<br /><b>1.</b> ο [[πατέρας]]<br /><b>2.</b> [[συνήθως]] στον πληθ.) <i>οι γονείς</i> και <i>γονιοί</i> και <i>γονέοι</i> και <i>γονικά</i><br />α) [[πατέρας]] και [[μητέρα]] [[μαζί]]<br />β) πρόγονοι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πείνα]] και τών γονέων» — πολύ [[μεγάλη]] [[πείνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>gon</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>gen</i>- «[[γεννώ]]». Ο τ. [[γονιός]] <span style="color: red;"><</span> <i>γονέος</i>, πληθ. οι γονέοι ([[πρβλ]]. <i>ωραίοι</i> -[[ωραίος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>τών γονέων</i>, γεν. πληθ. του [[γονεύς]]<br />κατ' άλλους ο τ. [[γονιός]] σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το [[υιός]], από τη γενική πληθυντικού <i>υιών</i> που συνέπιπτε με γεν. πληθ. <i>γονιών</i>. Ο τ. [[γονέας]] <span style="color: red;"><</span> [[γονεύς]] με μεταπλασμό ([[πρβλ]]. [[βασιλεύς]]-<i>βασιλέας</i>, [[γραφεύς]]-<i>γραφέας</i>). Ο τ. [[γονής]] <span style="color: red;"><</span> <i>γονείς</i>, πληθ. του [[γονεύς]] ([[πρβλ]]. ο [[ιερής]]-<i>οι ιερείς</i>, ο [[ιερεύς]]), αναλογικά [[προς]] τα αρσενικά σε -<i>ής</i> με τα οποία συνέπεσε ακουστικά ([[πρβλ]]. [[ποιητής]], [[νικητής]], [[ληστής]])<br />κατ' άλλους, ο τ. [[γονής]] σχηματίστηκε [[κατά]] το [[συγγενής]] από τον πληθυντικό <i>συγγενήδες</i>- <i>γονήδες</i> και <i>συγγενοί</i> -<i>γονιοί</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

και γονέας και γονής, ο (AM γονεύς)
1. ο πατέρας
2. συνήθως στον πληθ.) οι γονείς και γονιοί και γονέοι και γονικά
α) πατέρας και μητέρα μαζί
β) πρόγονοι
νεοελλ.
φρ. «πείνα και τών γονέων» — πολύ μεγάλη πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < gon-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας gen- «γεννώ». Ο τ. γονιός < γονέος, πληθ. οι γονέοι (πρβλ. ωραίοι -ωραίος) < τών γονέων, γεν. πληθ. του γονεύς
κατ' άλλους ο τ. γονιός σχηματίστηκε αναλογικά προς το υιός, από τη γενική πληθυντικού υιών που συνέπιπτε με γεν. πληθ. γονιών. Ο τ. γονέας < γονεύς με μεταπλασμό (πρβλ. βασιλεύς-βασιλέας, γραφεύς-γραφέας). Ο τ. γονής < γονείς, πληθ. του γονεύς (πρβλ. ο ιερής-οι ιερείς, ο ιερεύς), αναλογικά προς τα αρσενικά σε -ής με τα οποία συνέπεσε ακουστικά (πρβλ. ποιητής, νικητής, ληστής)
κατ' άλλους, ο τ. γονής σχηματίστηκε κατά το συγγενής από τον πληθυντικό συγγενήδες- γονήδες και συγγενοί -γονιοί].