γδέρνω: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[γδέρνω]])<br /><b>1.</b> (για ζώα) [[αφαιρώ]] το [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> (για [[μέλη]] του σώματος) [[τραυματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) [[κακοποιώ]], [[βασανίζω]]<br /><b>2.</b> [[εκμεταλλεύομαι]] κάποιον οικονομικά<br /><b>3.</b> [[καταστρέφω]], [[ταλαιπωρώ]]<br /><b>4.</b> (για φυτά) [[ξεφλουδίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>εγδέρνω</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[εκδέρω]] «[[γδέρνω]]», κατ' αναλογικό μεταπλασμό [[προς]] άλλα ρήματα σε -<i>νω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[δέρνω]], [[φέρνω]] κ.ά)].
|mltxt=(Μ [[γδέρνω]])<br /><b>1.</b> (για ζώα) [[αφαιρώ]] το [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> (για [[μέλη]] του σώματος) [[τραυματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) [[κακοποιώ]], [[βασανίζω]]<br /><b>2.</b> [[εκμεταλλεύομαι]] κάποιον οικονομικά<br /><b>3.</b> [[καταστρέφω]], [[ταλαιπωρώ]]<br /><b>4.</b> (για φυτά) [[ξεφλουδίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>εγδέρνω</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[εκδέρω]] «[[γδέρνω]]», κατ' αναλογικό μεταπλασμό [[προς]] άλλα ρήματα σε -<i>νω</i> ([[πρβλ]]. και [[δέρνω]], [[φέρνω]] κ.ά)].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

γδέρνω)
1. (για ζώα) αφαιρώ το δέρμα
2. (για μέλη του σώματος) τραυματίζω
νεοελλ.
1. (για άνθρωπο) κακοποιώ, βασανίζω
2. εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά
3. καταστρέφω, ταλαιπωρώ
4. (για φυτά) ξεφλουδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εγδέρνω < αρχ. εκδέρω «γδέρνω», κατ' αναλογικό μεταπλασμό προς άλλα ρήματα σε -νω (πρβλ. και δέρνω, φέρνω κ.ά)].