δαμάσιππος: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δαμάσιππος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαμάζει τα άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμασι</i>-, από τον αόρ. <i>εδάμασα</i> του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> [[ίππος]]. (Για τον σχηματισμό | |mltxt=[[δαμάσιππος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαμάζει τα άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμασι</i>-, από τον αόρ. <i>εδάμασα</i> του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> [[ίππος]]. (Για τον σχηματισμό [[πρβλ]]. [[βροντησικέραυνος]], [[βωτιάνειρα]], [[τερψίμβροτος]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δαμάσιππος -ου [δαμάζω, ἵππος] paarden temmend. | |elnltext=δαμάσιππος -ου [δαμάζω, ἵππος] paarden temmend. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 23 August 2021
English (LSJ)
[μᾰ], ον, A horse-taming, of Athena, Lamprocl.1.4 (perh.Stes., cf.Sch.Aristid.3.537 D.), cf. Corn.ND20; Αυδία B.3.23.
German (Pape)
[Seite 521] Pferde bändigend, Lamprocl. bei Schol. Ar. Nub. 964.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμάσιππος: -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Λυδία Βακχυλ. 3, 23· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Λαμπροκλ. παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 964, ἴδε Στησίχορ. 97 Kleine.
Spanish (DGE)
(δᾰμάσιππος) -ου, ὁ
• Prosodia: [-μᾰ-]
domador de caballos epít. de Atenea, Lamprocl.1, Corn.ND 20, de Lidia, B.3.23, de las amazonas, Orph.A.740 (δάμνιππ- cód.).
Greek Monolingual
δαμάσιππος, -ον (Α)
αυτός που δαμάζει τα άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + ίππος. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαμάσιππος -ου [δαμάζω, ἵππος] paarden temmend.