δαμάσιππος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαμάσιππος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαμάζει τα άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμασι</i>-, από τον αόρ. <i>εδάμασα</i> του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> [[ίππος]]. (Για τον σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> [[βροντησικέραυνος]], [[βωτιάνειρα]], [[τερψίμβροτος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[δαμάσιππος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαμάζει τα άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμασι</i>-, από τον αόρ. <i>εδάμασα</i> του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> [[ίππος]]. (Για τον σχηματισμό [[πρβλ]]. [[βροντησικέραυνος]], [[βωτιάνειρα]], [[τερψίμβροτος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δαμάσιππος -ου [δαμάζω, ἵππος] paarden temmend.
|elnltext=δαμάσιππος -ου [δαμάζω, ἵππος] paarden temmend.
}}
}}

Revision as of 08:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμάσιππος Medium diacritics: δαμάσιππος Low diacritics: δαμάσιππος Capitals: ΔΑΜΑΣΙΠΠΟΣ
Transliteration A: damásippos Transliteration B: damasippos Transliteration C: damasippos Beta Code: dama/sippos

English (LSJ)

[μᾰ], ον, A horse-taming, of Athena, Lamprocl.1.4 (perh.Stes., cf.Sch.Aristid.3.537 D.), cf. Corn.ND20; Αυδία B.3.23.

German (Pape)

[Seite 521] Pferde bändigend, Lamprocl. bei Schol. Ar. Nub. 964.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμάσιππος: -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Λυδία Βακχυλ. 3, 23· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Λαμπροκλ. παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 964, ἴδε Στησίχορ. 97 Kleine.

Spanish (DGE)

(δᾰμάσιππος) -ου, ὁ
• Prosodia: [-μᾰ-]
domador de caballos epít. de Atenea, Lamprocl.1, Corn.ND 20, de Lidia, B.3.23, de las amazonas, Orph.A.740 (δάμνιππ- cód.).

Greek Monolingual

δαμάσιππος, -ον (Α)
αυτός που δαμάζει τα άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + ίππος. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαμάσιππος -ου [δαμάζω, ἵππος] paarden temmend.