βοοσσόος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βοοσσόος]] και βουσσόος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον οίστρο) αυτός που κεντρίζει τα βόδια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οίστρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] (<i>βοός</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[σόος]] <span style="color: red;"><</span> [[σεύω]] «[[θέτω]] σε γρήγορη [[κίνηση]], [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[λαοσσόος]], [[ιπποσσόος]])].
|mltxt=[[βοοσσόος]] και βουσσόος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον οίστρο) αυτός που κεντρίζει τα βόδια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οίστρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] (<i>βοός</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[σόος]] <span style="color: red;"><</span> [[σεύω]] «[[θέτω]] σε γρήγορη [[κίνηση]], [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]]» ([[πρβλ]]. [[λαοσσόος]], [[ιπποσσόος]])].
}}
}}

Revision as of 08:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοοσσόος Medium diacritics: βοοσσόος Low diacritics: βοοσσόος Capitals: ΒΟΟΣΣΟΟΣ
Transliteration A: boossóos Transliteration B: boossoos Transliteration C: voossoos Beta Code: boosso/os

English (LSJ)

ον, (σεύω) A driving oxen wild, of the gadfly, Nonn.D.11.191: contr., βουσσόον ὅν τε μύωπα… καλέουσιν Call. Fr.46, cf. Cerc.8.2. II ox-driving, κέντρα Q.S.5.64, cf. Nonn.D.11.149, al. 2 = βοηλάτης 1, epithet of Hermes, ib.4.31.

German (Pape)

[Seite 453] (σεύω), Rinder treibend, κέντρα Qu. Sm. 5, 64; Ἑρμῆς Nonn. D. 4, 31 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

βοοσσόος: -ον, (σεύω) ὁ ἐλαύνων, ἐρεθίζων τοὺς βοῦς, ἐπὶ τοῦ οἴστρου, Κόϊντ. Σμ. 5. 64· συνῃρ., βουσσόον, ὃν τε μύωπα… καλέουσιν Καλλ. Ἀποσπ. 46.

Spanish (DGE)

v. βουσόος.

Greek Monolingual

βοοσσόος και βουσσόος, -ον (Α)
1. (για τον οίστρο) αυτός που κεντρίζει τα βόδια
2. το αρσ. ως ουσ. ο οίστρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -σόος < σεύω «θέτω σε γρήγορη κίνηση, καταδιώκω, κυνηγώ» (πρβλ. λαοσσόος, ιπποσσόος)].