εκτός: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἑκτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον έχει, να τον αποκτήσει<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑκτά</i><br />οι ιδιότητες της ουσίας ([[κατά]] τους Στωικούς).<br /><b>(II)</b><br /><b>επίρρ.</b> (AM [[ἐκτός]])<br /><b>1.</b> έξω, [[μακριά]], [[προς]] τα έξω («στῆ δ' ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ)<br /><b>2.</b> (για [[εξαίρεση]]) [[πλην]], [[παρεκτός]], [[εξόν]] («ἔχεις τι ἐκτὸς τούτων λέγειν;», <b>Πλάτ.</b> Γοργ.)<br /><b>3.</b> με υποθετ. ή ειδ. [[πρόταση]]<br />[[εκτός]] αν, [[εκτός]] ότι<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> [[απέξω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[εκτός]] τόπου και χρόνου» — για [[κάθε]] νοητό, όπως π.χ. οι ιδέες του Πλάτωνος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εκτός]] νόμου», «[[εκτός]] συναγωνισμού», «[[εκτός]] κινδύνου», «[[εκτός]] [[εαυτού]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] («ἐκτὸς ὠδίνων τέξεται», Διοσκουρίδης)<br /><b>2.</b> <b>(γεωμ.)</b> [[πέρα]], [[μακριά]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[πέρα]], [[μετά]], ύστερα<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> [[επιπλέον]]<br /><b>5.</b> [[παρά]] τη [[συγκατάθεση]] κάποιου<br /><b>6.</b> (με ρ. κινήσεως) έξω, [[προς]] τα έξω («ἔρριψεν αὐτὸν [[ἐκτός]]», <b>Σοφ.</b> Τρ.)<br /><b>7.</b> <i>οἱ [[ἐκτός]]<br />α) οι ξένοι, ο όχλος<br />β) οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόθεση]] <i>εκ</i> (<b>βλ.</b> <i>εξ</i>) <span style="color: red;">+</span> επίρρ. κατάλ. -<i>τος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[εντός]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἑκτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον έχει, να τον αποκτήσει<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑκτά</i><br />οι ιδιότητες της ουσίας ([[κατά]] τους Στωικούς).<br /><b>(II)</b><br /><b>επίρρ.</b> (AM [[ἐκτός]])<br /><b>1.</b> έξω, [[μακριά]], [[προς]] τα έξω («στῆ δ' ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ)<br /><b>2.</b> (για [[εξαίρεση]]) [[πλην]], [[παρεκτός]], [[εξόν]] («ἔχεις τι ἐκτὸς τούτων λέγειν;», <b>Πλάτ.</b> Γοργ.)<br /><b>3.</b> με υποθετ. ή ειδ. [[πρόταση]]<br />[[εκτός]] αν, [[εκτός]] ότι<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> [[απέξω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[εκτός]] τόπου και χρόνου» — για [[κάθε]] νοητό, όπως π.χ. οι ιδέες του Πλάτωνος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εκτός]] νόμου», «[[εκτός]] συναγωνισμού», «[[εκτός]] κινδύνου», «[[εκτός]] [[εαυτού]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] («ἐκτὸς ὠδίνων τέξεται», Διοσκουρίδης)<br /><b>2.</b> <b>(γεωμ.)</b> [[πέρα]], [[μακριά]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[πέρα]], [[μετά]], ύστερα<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> [[επιπλέον]]<br /><b>5.</b> [[παρά]] τη [[συγκατάθεση]] κάποιου<br /><b>6.</b> (με ρ. κινήσεως) έξω, [[προς]] τα έξω («ἔρριψεν αὐτὸν [[ἐκτός]]», <b>Σοφ.</b> Τρ.)<br /><b>7.</b> <i>οἱ [[ἐκτός]]<br />α) οι ξένοι, ο όχλος<br />β) οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόθεση]] <i>εκ</i> (<b>βλ.</b> <i>εξ</i>) <span style="color: red;">+</span> επίρρ. κατάλ. -<i>τος</i> ([[πρβλ]]. [[εντός]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

(I)
ἑκτός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που μπορεί κανείς να τον έχει, να τον αποκτήσει
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκτά
οι ιδιότητες της ουσίας (κατά τους Στωικούς).
(II)
επίρρ. (AM ἐκτός)
1. έξω, μακριά, προς τα έξω («στῆ δ' ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ)
2. (για εξαίρεση) πλην, παρεκτός, εξόν («ἔχεις τι ἐκτὸς τούτων λέγειν;», Πλάτ. Γοργ.)
3. με υποθετ. ή ειδ. πρόταση
εκτός αν, εκτός ότι
4. (απολ.) απέξω
5. φρ. «εκτός τόπου και χρόνου» — για κάθε νοητό, όπως π.χ. οι ιδέες του Πλάτωνος
νεοελλ.
φρ. «εκτός νόμου», «εκτός συναγωνισμού», «εκτός κινδύνου», «εκτός εαυτού»
αρχ.
1. χωρίς («ἐκτὸς ὠδίνων τέξεται», Διοσκουρίδης)
2. (γεωμ.) πέρα, μακριά
3. (για χρόνο) πέρα, μετά, ύστερα
4. (απολ.) επιπλέον
5. παρά τη συγκατάθεση κάποιου
6. (με ρ. κινήσεως) έξω, προς τα έξω («ἔρριψεν αὐτὸν ἐκτός», Σοφ. Τρ.)
7. οἱ ἐκτός
α) οι ξένοι, ο όχλος
β) οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθεση εκ (βλ. εξ) + επίρρ. κατάλ. -τος (πρβλ. εντός)].