δημοτερπής: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δημοτερπής]], -ές (Α)<br />αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέρπος]] (το) —το μαρτυρούμενο <i>τέρπεα</i> (τα) [[είναι]] μεταγενέστερο— ή <span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]] / <i>τέρπομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>α</i>-<i>τερπής</i>, <i>ευ</i>-<i>τερπής</i>].
|mltxt=[[δημοτερπής]], -ές (Α)<br />αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέρπος]] (το) —το μαρτυρούμενο <i>τέρπεα</i> (τα) [[είναι]] μεταγενέστερο— ή <span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]] / <i>τέρπομαι</i> ([[πρβλ]]. και <i>α</i>-<i>τερπής</i>, <i>ευ</i>-<i>τερπής</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 08:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοτερπής Medium diacritics: δημοτερπής Low diacritics: δημοτερπής Capitals: ΔΗΜΟΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: dēmoterpḗs Transliteration B: dēmoterpēs Transliteration C: dimoterpis Beta Code: dhmoterph/s

English (LSJ)

ές, popular, attractive, Pl. Min. 321a (Sup.), DH. Th. 1.8 (Comp.), Max.Tyr. 10.6.

German (Pape)

[Seite 565] ές, das Volk ergötzend, Plat. de leg. 521 a; Dion. Hal. rhet. 1, 8.

Greek (Liddell-Scott)

δημοτερπής: -ές, τέρπων τὸν λαόν, ἑλκυστικός, Πλάτ Μίν. 321Α.

Spanish (DGE)

-ές
que gusta al pueblo, popular ἔστιν δὲ τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ... ἡ τραγῳδία Pl.Min.321a, ἐπιδεικτικώτερον δὲ τὸ προειρημένον καὶ δημοτερπέστερον D.H.Rh.1.8, τέχνη Max.Tyr.4.6
subst. τὸ δ. halago, adulación al pueblo Thdt.M.83.433B.

Greek Monolingual

δημοτερπής, -ές (Α)
αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -τερπής < τέρπος (το) —το μαρτυρούμενο τέρπεα (τα) είναι μεταγενέστερο— ή < τέρπω / τέρπομαι (πρβλ. και α-τερπής, ευ-τερπής].

Russian (Dvoretsky)

δημοτερπής: приятный для народа, увлекательный (τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ἡ τραγῳδία Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοτερπής -ές [δῆμος, τέρπω] het volk vermakend.