ερημητήριο: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ερημητήρι<br />[[μέρος]] σε έρημο και μακρινό [[τόπο]], στον οποίο αποσύρεται [[κάποιος]] για να ζήσει [[μόνος]] ([[αλλιώς]] ασκητήριο, [[ησυχαστήριο]], [[μοναστήρι]]) («ερημητήρι για του Θεού χτισμένο τη [[λατρεία]]», Καζαντζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρημος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τήριον</i>. Αντιδάνεια λ. ( | |mltxt=και ερημητήρι<br />[[μέρος]] σε έρημο και μακρινό [[τόπο]], στον οποίο αποσύρεται [[κάποιος]] για να ζήσει [[μόνος]] ([[αλλιώς]] ασκητήριο, [[ησυχαστήριο]], [[μοναστήρι]]) («ερημητήρι για του Θεού χτισμένο τη [[λατρεία]]», Καζαντζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρημος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τήριον</i>. Αντιδάνεια λ. ([[πρβλ]]. <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>ermitage</i>, γερμ. <i>Eremitage</i> <span style="color: red;"><</span> «[[ερημητήριο]]»). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
και ερημητήρι
μέρος σε έρημο και μακρινό τόπο, στον οποίο αποσύρεται κάποιος για να ζήσει μόνος (αλλιώς ασκητήριο, ησυχαστήριο, μοναστήρι) («ερημητήρι για του Θεού χτισμένο τη λατρεία», Καζαντζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρημος + -τήριον. Αντιδάνεια λ. (πρβλ. < γαλλ. ermitage, γερμ. Eremitage < «ερημητήριο»). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].