εσωτρόπιο: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σωτρόπι]], το<br /><b>ναυτ.</b> η δεύτερη εσωτερική [[τρόπιδα]] ([[καρίνα]]) που τοποθετείται για [[ενίσχυση]] της κανονικής, εσωτερικής τρόπιδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έσω</i> <span style="color: red;">+</span> [[τρόπις]]. Πρόκειται για [[απόδοση]] ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>carlingue</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>].
|mltxt=και [[σωτρόπι]], το<br /><b>ναυτ.</b> η δεύτερη εσωτερική [[τρόπιδα]] ([[καρίνα]]) που τοποθετείται για [[ενίσχυση]] της κανονικής, εσωτερικής τρόπιδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έσω</i> <span style="color: red;">+</span> [[τρόπις]]. Πρόκειται για [[απόδοση]] ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>carlingue</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

και σωτρόπι, το
ναυτ. η δεύτερη εσωτερική τρόπιδα (καρίνα) που τοποθετείται για ενίσχυση της κανονικής, εσωτερικής τρόπιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + τρόπις. Πρόκειται για απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. carlingue). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].