εὐέκτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "(ἔχω)" to "(ἔχω)")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐέκτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[υγιής]], [[δυνατός]], [[εύρωστος]] (α. «τὸ δὲ [[σῶμα]] [[εὐέκτης]]», <b>Αριστοφ.</b><br />β. [και ως επίθ.] «εὐέκται ἀθληταί», Φίλ.)<br /><b>2.</b> ο [[πλούσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>έκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καχ</i>-<i>έκτης</i>, <i>πλεον</i>-<i>έκτης</i>].
|mltxt=[[εὐέκτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[υγιής]], [[δυνατός]], [[εύρωστος]] (α. «τὸ δὲ [[σῶμα]] [[εὐέκτης]]», <b>Αριστοφ.</b><br />β. [και ως επίθ.] «εὐέκται ἀθληταί», Φίλ.)<br /><b>2.</b> ο [[πλούσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>έκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>), [[πρβλ]]. <i>καχ</i>-<i>έκτης</i>, <i>πλεον</i>-<i>έκτης</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐέκτης:''' Polyb., Diog. L. = [[εὐεκτικός]] 1.
|elrutext='''εὐέκτης:''' Polyb., Diog. L. = [[εὐεκτικός]] 1.
}}
}}

Revision as of 09:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέκτης Medium diacritics: εὐέκτης Low diacritics: ευέκτης Capitals: ΕΥΕΚΤΗΣ
Transliteration A: euéktēs Transliteration B: euektēs Transliteration C: evektis Beta Code: eu)e/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἔχὠ A of a good habit of body, opp. καχέκτης, Plb. 3.88.2, D.L.2.22: as Adj., ἀθληταί Ph.1.583.

German (Pape)

[Seite 1064] ὁ, sich wohlbefindend, gesund u. kräftig, Pol. 3, 88, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέκτης: -ου, ὁ, (ἔχω) ὁ εὐεκτῶν, ὑγιής, εὔρωστος, ἀντίθετον τῷ καχέκτης, Πολύβ. 3. 88, 2, Διογ. Λ. 2. 22.

Greek Monolingual

εὐέκτης, ὁ (Α)
1. υγιής, δυνατός, εύρωστος (α. «τὸ δὲ σῶμα εὐέκτης», Αριστοφ.
β. [και ως επίθ.] «εὐέκται ἀθληταί», Φίλ.)
2. ο πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -έκτης (< έχω), πρβλ. καχ-έκτης, πλεον-έκτης].

Russian (Dvoretsky)

εὐέκτης: Polyb., Diog. L. = εὐεκτικός 1.