ευπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐπρεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική [[εμφάνιση]], ο [[ευπρόσωπος]], ο [[ευπαρουσίαστος]]<br /><b>2.</b> [[ευγενικός]], [[κόσμιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεγαλοπρεπής]], [[λαμπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], [[επιφανής]]<br /><b>2.</b> ο φαινομενικά μόνο [[ευπρεπής]], ο [[προσποιητός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ τοῦ εὐπρεποῡς» — με το [[πρόσχημα]], με την [[πρόφαση]]<br />β) «τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου» — η [[ευπρέπεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπρεπώς</i> (ΑΜ εὐπρεπῶς και ιων. τ. εὐπρεπέως)<br />με τρόπο ευπρεπή, κόσμια<br /><b>αρχ.</b><br />κατ' [[επίφαση]], [[κατά]] το [[φαινόμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐπρεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική [[εμφάνιση]], ο [[ευπρόσωπος]], ο [[ευπαρουσίαστος]]<br /><b>2.</b> [[ευγενικός]], [[κόσμιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεγαλοπρεπής]], [[λαμπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], [[επιφανής]]<br /><b>2.</b> ο φαινομενικά μόνο [[ευπρεπής]], ο [[προσποιητός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ τοῦ εὐπρεποῡς» — με το [[πρόσχημα]], με την [[πρόφαση]]<br />β) «τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου» — η [[ευπρέπεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπρεπώς</i> (ΑΜ εὐπρεπῶς και ιων. τ. εὐπρεπέως)<br />με τρόπο ευπρεπή, κόσμια<br /><b>αρχ.</b><br />κατ' [[επίφαση]], [[κατά]] το [[φαινόμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. <i>αξιο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>αρχαιο</i>-<i>πρεπής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐπρεπής, -ές)
1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος
2. ευγενικός, κόσμιος
μσν.
μεγαλοπρεπής, λαμπρός
αρχ.
1. ένδοξος, επιφανής
2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός
3. φρ. α) «ἐκ τοῦ εὐπρεποῡς» — με το πρόσχημα, με την πρόφαση
β) «τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου» — η ευπρέπεια.
επίρρ...
ευπρεπώς (ΑΜ εὐπρεπῶς και ιων. τ. εὐπρεπέως)
με τρόπο ευπρεπή, κόσμια
αρχ.
κατ' επίφαση, κατά το φαινόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής, αρχαιο-πρεπής].