εὐεπίτευκτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐεπίτευκτος]], -ον)<br />αυτός που επιτυγχάνεται εύκολα, ο [[κατορθωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιτυγχάνει εύκολα τον σκοπό του<br /><b>2.</b> ο [[πρόσφορος]], ο [[κατάλληλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επι</i>-[[τευκτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-[[τυγχάνω]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὐεπίτευκτος]], -ον)<br />αυτός που επιτυγχάνεται εύκολα, ο [[κατορθωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιτυγχάνει εύκολα τον σκοπό του<br /><b>2.</b> ο [[πρόσφορος]], ο [[κατάλληλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επι</i>-[[τευκτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-[[τυγχάνω]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>επί</i>-<i>τευκτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>επίτευκτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A easily hitting the mark, successful, περί, πρός, εἴς τι, Vett.Val.39.20,40.36, 45.10; ἐν μάχαις Malch. p.391 D.; opportune, βοήθημα Sever. Clyst.p.34D.
German (Pape)
[Seite 1065] glücklich treffend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπίτευκτος: -ον, εὐκόλως ἐπιτυγχάνων τοῦ σκοποῦ, ἐπιτυχής, ἐν μάχαις Ἀνών. παρὰ τῷ Σουΐδ.· πρόσφορος, Σευῆρος περὶ Κλυστήρ. σ. 34 Dretz.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐεπίτευκτος, -ον)
αυτός που επιτυγχάνεται εύκολα, ο κατορθωτός
αρχ.
1. αυτός που επιτυγχάνει εύκολα τον σκοπό του
2. ο πρόσφορος, ο κατάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-τευκτός (< επι-τυγχάνω), πρβλ. αν-επί-τευκτος, δυσ-επίτευκτος].