εὐεπίτευκτος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐεπίτευκτος]], -ον)<br />αυτός που επιτυγχάνεται εύκολα, ο [[κατορθωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιτυγχάνει εύκολα τον σκοπό του<br /><b>2.</b> ο [[πρόσφορος]], ο [[κατάλληλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επι</i>-[[τευκτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-[[τυγχάνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>επί</i>-<i>τευκτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>επίτευκτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐεπίτευκτος]], -ον)<br />αυτός που επιτυγχάνεται εύκολα, ο [[κατορθωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιτυγχάνει εύκολα τον σκοπό του<br /><b>2.</b> ο [[πρόσφορος]], ο [[κατάλληλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επι</i>-[[τευκτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-[[τυγχάνω]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>επί</i>-<i>τευκτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>επίτευκτος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπίτευκτος Medium diacritics: εὐεπίτευκτος Low diacritics: ευεπίτευκτος Capitals: ΕΥΕΠΙΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: euepíteuktos Transliteration B: euepiteuktos Transliteration C: evepitefktos Beta Code: eu)epi/teuktos

English (LSJ)

ον, A easily hitting the mark, successful, περί, πρός, εἴς τι, Vett.Val.39.20,40.36, 45.10; ἐν μάχαις Malch. p.391 D.; opportune, βοήθημα Sever. Clyst.p.34D.

German (Pape)

[Seite 1065] glücklich treffend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίτευκτος: -ον, εὐκόλως ἐπιτυγχάνων τοῦ σκοποῦ, ἐπιτυχής, ἐν μάχαις Ἀνών. παρὰ τῷ Σουΐδ.· πρόσφορος, Σευῆρος περὶ Κλυστήρ. σ. 34 Dretz.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐεπίτευκτος, -ον)
αυτός που επιτυγχάνεται εύκολα, ο κατορθωτός
αρχ.
1. αυτός που επιτυγχάνει εύκολα τον σκοπό του
2. ο πρόσφορος, ο κατάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-τευκτός (< επι-τυγχάνω), πρβλ. αν-επί-τευκτος, δυσ-επίτευκτος].