εὐσχημάτιστος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[εὐσχημάτιστος]], -ον)<br />καλά σχηματισμένος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σχηματίζομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>σχημάτιστος</i>, <i>ετερο</i>-<i>σχημάτιστος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[εὐσχημάτιστος]], -ον)<br />καλά σχηματισμένος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σχηματίζομαι</i>), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>σχημάτιστος</i>, <i>ετερο</i>-<i>σχημάτιστος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσχημάτιστος Medium diacritics: εὐσχημάτιστος Low diacritics: ευσχημάτιστος Capitals: ΕΥΣΧΗΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euschēmátistos Transliteration B: euschēmatistos Transliteration C: efschimatistos Beta Code: eu)sxhma/tistos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A well-formed, Eust.1570.47.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσχημάτιστος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, Εὐστ. 1570. 47.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ εὐσχημάτιστος, -ον)
καλά σχηματισμένος
μσν.
αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχηματιστος (< σχηματίζομαι), πρβλ. α-σχημάτιστος, ετερο-σχημάτιστος].