ζοχάδα: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η και πληθ. ζοχάδες, οι<br /><b>1.</b> [[αιμορροΐδα]]<br /><b>2.</b> [[ιδιοτροπία]], νευρική [[υπερδιέγερση]], [[δυστροπία]], [[στρυφνότητα]] του χαρακτήρα («[[σήμερα]] [[είναι]] στις ζοχάδες του»)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ζοχαδιακός]], [[οχληρός]], [[ενοχλητικός]] («αυτός μού έχει γίνει [[ζοχάδα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. μτγν. <i>εσοχάς</i>, -[[άδος]], [[συνήθως]] στον πληθ. <i>εσοχάδες</i> «εσωτερικές αιμορροΐδες <span style="color: red;"><</span> [[εισέχω]] ( | |mltxt=η και πληθ. ζοχάδες, οι<br /><b>1.</b> [[αιμορροΐδα]]<br /><b>2.</b> [[ιδιοτροπία]], νευρική [[υπερδιέγερση]], [[δυστροπία]], [[στρυφνότητα]] του χαρακτήρα («[[σήμερα]] [[είναι]] στις ζοχάδες του»)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ζοχαδιακός]], [[οχληρός]], [[ενοχλητικός]] («αυτός μού έχει γίνει [[ζοχάδα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. μτγν. <i>εσοχάς</i>, -[[άδος]], [[συνήθως]] στον πληθ. <i>εσοχάδες</i> «εσωτερικές αιμορροΐδες <span style="color: red;"><</span> [[εισέχω]] ([[πρβλ]]. και [[εξοχάδες]] «εξωτερικές αιμορροΐδες» <span style="color: red;"><</span> [[εξέχω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:19, 23 August 2021
Greek Monolingual
η και πληθ. ζοχάδες, οι
1. αιμορροΐδα
2. ιδιοτροπία, νευρική υπερδιέγερση, δυστροπία, στρυφνότητα του χαρακτήρα («σήμερα είναι στις ζοχάδες του»)
3. (για πρόσ.) ζοχαδιακός, οχληρός, ενοχλητικός («αυτός μού έχει γίνει ζοχάδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτγν. εσοχάς, -άδος, συνήθως στον πληθ. εσοχάδες «εσωτερικές αιμορροΐδες < εισέχω (πρβλ. και εξοχάδες «εξωτερικές αιμορροΐδες» < εξέχω)].