υπερδιέγερση
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. (ιατρ.-ψυχολ.) έντονη νευρική ή ψυχική διέγερση, υπερένταση
2. φρ. «υπερδιέγερση γεννήτριας»
(ηλεκτρ.) κατάσταση γεννήτριας που τροφοδοτεί επαγωγικό φορτίο με ορισμένο συντελεστή ισχύος, οπότε πρέπει, όταν αυξάνεται η ένταση φόρτισης, να αυξάνεται και η ένταση διέγερσης για να διατηρείται η ονομαστική της τάση σταθερή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + διέγερση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερδιέγερσις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Άστυ].