εύφημος: Difference between revisions
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
(15) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔφημος]], -ον, Α δωρ. τ. εὔφαμος, -ον)<br />αυτός που χρησιμοποιεί καλά [[λόγια]], ο [[επαινετικός]], ο [[εγκωμιαστικός]], ο [[κολακευτικός]] («εὐφήμους λόγους ποιήσασθαι [[περί]] τε | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔφημος]], -ον, Α δωρ. τ. εὔφαμος, -ον)<br />αυτός που χρησιμοποιεί καλά [[λόγια]], ο [[επαινετικός]], ο [[εγκωμιαστικός]], ο [[κολακευτικός]] («εὐφήμους λόγους ποιήσασθαι [[περί]] τε τοῦ πατρός», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐφημη [[μνεία]]» — [[αναφορά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] με επαινετικά [[λόγια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />φημισμένος, [[διάσημος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκπέμπει ευοίωνη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που προοιωνίζεται καλά, ο [[αίσιος]], ο [[ευοίωνος]] («θεὸν ὑμνεῖν... εὐφήμοις μύθοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που αποφεύγει δυσοίωνες λέξεις, που τηρεί θρησκευτική [[σιγή]] (α. «εὔφημον, ὦ [[τάλαινα]], κοίμησον [[στόμα]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἀφώνως, ἀλόγως τὸ τᾱς εὐφάμου [[στόμα]] φροντίδος ἱέντες» — κινώντας τα χείλη [[χωρίς]] ήχους ή λέξεις, με σιωπηλούς στοχασμούς, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[μαλακός]], [[ήπιος]] («ἐν εὐφημοτάτοις ὀνόμασι... κατονομάζειν» — να ομιλεί [[κανείς]] με ήπιες εκφράσεις, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπ' εὐφήμου βοῆς» — με [[σιγή]], σιωπηρά<br />β) «εὔφημα φωνῶ» — [[ευφημώ]]<br />γ) «εὔφημοι πόνοι» — ευσεβείς κόποι<br /><b>6.</b> [[πλήρης]] σεβασμού, [[ευλαβικός]] («[[εὔφημος]] καὶ ἀληθὴς [[οὗτος]] ὁ [[λόγος]]», Διον. Αλεξ.)<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὔφημα</i><br />οι έπαινοι, τα εγκώμια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφήμως</i> (ΑΜ εὐφήμως) με εύφημη [[μνεία]], επαινετικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> με ήπιες ή εύσχημες εκφράσεις<br /><b>αρχ.</b><br />με ευοίωνες λέξεις, με αίσιες λέξεις («εὐφήμως καλῶ ἄνασσαν τῆσδ' Ἀθηναίαν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>φημος</i>, [[περί]]-<i>φημος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔφημος, -ον, Α δωρ. τ. εὔφαμος, -ον)
αυτός που χρησιμοποιεί καλά λόγια, ο επαινετικός, ο εγκωμιαστικός, ο κολακευτικός («εὐφήμους λόγους ποιήσασθαι περί τε τοῦ πατρός», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «εὐφημη μνεία» — αναφορά σε κάποιον ή σε κάτι με επαινετικά λόγια
μσν.-αρχ.
φημισμένος, διάσημος
αρχ.
1. αυτός που εκπέμπει ευοίωνη φωνή
2. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που προοιωνίζεται καλά, ο αίσιος, ο ευοίωνος («θεὸν ὑμνεῖν... εὐφήμοις μύθοις», Ξεν.)
3. αυτός που αποφεύγει δυσοίωνες λέξεις, που τηρεί θρησκευτική σιγή (α. «εὔφημον, ὦ τάλαινα, κοίμησον στόμα», Αισχύλ.
β. «ἀφώνως, ἀλόγως τὸ τᾱς εὐφάμου στόμα φροντίδος ἱέντες» — κινώντας τα χείλη χωρίς ήχους ή λέξεις, με σιωπηλούς στοχασμούς, Σοφ.)
4. μαλακός, ήπιος («ἐν εὐφημοτάτοις ὀνόμασι... κατονομάζειν» — να ομιλεί κανείς με ήπιες εκφράσεις, Πλάτ.)
5. φρ. α) «ὑπ' εὐφήμου βοῆς» — με σιγή, σιωπηρά
β) «εὔφημα φωνῶ» — ευφημώ
γ) «εὔφημοι πόνοι» — ευσεβείς κόποι
6. πλήρης σεβασμού, ευλαβικός («εὔφημος καὶ ἀληθὴς οὗτος ὁ λόγος», Διον. Αλεξ.)
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔφημα
οι έπαινοι, τα εγκώμια.
επίρρ...
ευφήμως (ΑΜ εὐφήμως) με εύφημη μνεία, επαινετικά
μσν.-αρχ.
1. με ήπιες ή εύσχημες εκφράσεις
αρχ.
με ευοίωνες λέξεις, με αίσιες λέξεις («εὐφήμως καλῶ ἄνασσαν τῆσδ' Ἀθηναίαν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φημος (< φήμη), πρβλ. κακό-φημος, περί-φημος].