ηλιοφώτιστος: Difference between revisions
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο, ο [[ηλιόλουστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φώτιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωτίζω]]), | |mltxt=-η, -ο<br />αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο, ο [[ηλιόλουστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φώτιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωτίζω]]), [[πρβλ]]. <i>νεο</i>-<i>φώτιστος</i>, <i>ολο</i>-<i>φώτιστος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:23, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φώτιστος (< φωτίζω), πρβλ. νεο-φώτιστος, ολο-φώτιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].