ημιανοψία: Difference between revisions

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> [[απώλεια]] της όρασης στο ένα ήμισυ του οπτικού πεδίου του ενός ή και τών δύο ματιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>hemianopsia</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hemi</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ημι</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>anopsia</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανοψία]])].
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> [[απώλεια]] της όρασης στο ένα ήμισυ του οπτικού πεδίου του ενός ή και τών δύο ματιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>hemianopsia</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hemi</i>- ([[πρβλ]]. <i>ημι</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>anopsia</i> ([[πρβλ]]. [[ανοψία]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
ιατρ. απώλεια της όρασης στο ένα ήμισυ του οπτικού πεδίου του ενός ή και τών δύο ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemianopsia < hemi- (πρβλ. ημι-) + anopsia (πρβλ. ανοψία)].