θηλυκρατής: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θηλυκρατής]], -ές (Α)<br />αυτός που κυβερνά τις γυναίκες («[[θηλυκρατής]] [[έρως]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), | |mltxt=[[θηλυκρατής]], -ές (Α)<br />αυτός που κυβερνά τις γυναίκες («[[θηλυκρατής]] [[έρως]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>κρατής</i>, <i>εγ</i>-<i>κρατής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A swaying women, ἔρως A. Ch.599(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1207] ἔρως, die Weiber beherrschend, Aesch. Ch. 592.
Greek (Liddell-Scott)
θηλυκρᾰτής: -ές, ὁ κυβερνῶν τὰς γυναῖκας, ἔρως Αἰσχύλ. Χο. 600.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui commande aux femmes.
Étymologie: θῆλυς, κρατέω.
Greek Monolingual
θηλυκρατής, -ές (Α)
αυτός που κυβερνά τις γυναίκες («θηλυκρατής έρως», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. α-κρατής, εγ-κρατής].
Greek Monotonic
θηλυκρᾰτής: -ές (κρατέω), αυτός που κυβερνά τις γυναίκες, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θηλυκρᾰτής: властвующий над женщинами (ἔρως Aesch.).