θύμαλλος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[θύμαλλος]])<br />[[γένος]] τελεόστεων ιχθύων τών γλυκών νερών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύμον]] «[[θυμάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλλος</i>. Η [[ονομασία]] του ψαριού, την οποία δανείστηκε και η λατ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>thymallus</i>, από την οποία ιταλ. <i>temolo</i>), οφείλεται στην αρωματική του [[σάρκα]]].
|mltxt=ο (Α [[θύμαλλος]])<br />[[γένος]] τελεόστεων ιχθύων τών γλυκών νερών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύμον]] «[[θυμάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλλος</i>. Η [[ονομασία]] του ψαριού, την οποία δανείστηκε και η λατ. ([[πρβλ]]. λατ. <i>thymallus</i>, από την οποία ιταλ. <i>temolo</i>), οφείλεται στην αρωματική του [[σάρκα]]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 09:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύμαλλος Medium diacritics: θύμαλλος Low diacritics: θύμαλλος Capitals: ΘΥΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: thýmallos Transliteration B: thymallos Transliteration C: thymallos Beta Code: qu/mallos

English (LSJ)

ὁ, an unknown A fish, Ael.NA14.22.

German (Pape)

[Seite 1222] ὁ, ein Fisch, Ael. N. A. 14, 22.

Greek (Liddell-Scott)

θύμαλλος: ὁ, ἄγνωστός τις ἰχθύς, Αἰλ. π. Ζ. 14. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de poisson, l’ombre.
Étymologie: DELG ombre ; pê de θύμος, à cause du parfum de sa chair.

Greek Monolingual

ο (Α θύμαλλος)
γένος τελεόστεων ιχθύων τών γλυκών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον «θυμάρι» + επίθημα -αλλος. Η ονομασία του ψαριού, την οποία δανείστηκε και η λατ. (πρβλ. λατ. thymallus, από την οποία ιταλ. temolo), οφείλεται στην αρωματική του σάρκα].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a fish Thymallus vulgaris, Salmo thymallus (Ael.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation in -αλλος (vgl. κορύδ-αλ(λ)ος a. o. Chantraine Formation 317), connected with θύμον thyme because of the scent (Strömberg Fischnamen 60f.; doubts in Thompson Fishes s. v.). - From there (through Lat. LW [loanword] thymallus) Ital. temolo etc.; s. Meyer-Lübke Rom. et. Wb. No 8721. - As the suffix is Pre-Greek, it is improbable that the basic word was (IE) Greek.

Frisk Etymology German

θύμαλλος: {thúmallos}
Grammar: m.
Meaning: Fischname, Äsche, Thymallus vulgaris, Salmo thymallus (Ael.).
Etymology : Bildung auf -αλλος (vgl. κορύδαλ(λ)ος u. a. Chantraine Formation 317) von θύμον Thymian wegen des Geruches (Strömberg Fischnamen 60f.; Zweifel bei Thompson Fishes s. v.). — Daraus (über lat. LW thymallus) ital. temolo usw.; s. Meyer-Lübke Rom. et. Wb. No 8721.
Page 1,692