ιαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἰαίνω]])<br />[[θεραπεύω]], [[γιατρεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και παθ.) [[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]] (α. «ἀμφὶ δὲ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ' [[ὕδωρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἰαίνετο δ' [[ὕδωρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μαλακό με τη [[θερμότητα]], [[τήκω]] («ἰαίνετο [[κηρός]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευφραίνω]], [[ανακουφίζω]] («θυμόν ἰαίνειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αναθερμαίνω]] [[ενθαρρύνω]]<br /><b>5.</b> [[απαλλάσσω]], [[σώζω]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>ἰαίνομαι</i><br />πικραίνομαι, οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>isanyati</i> «[[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[παρακινώ]]» και πιθ. με το [[ιερός]] και προέρχεται από ένα θ. σε -<i>τ</i>-/-<i>η</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> βεδ. <i>isan</i>-<i>i</i>). Η σημασιολογική [[διαφορά]] που υπάρχει [[μεταξύ]] του αρχ. ινδ. <i>isanyati</i> και του [[ιαίνω]] μπορεί να ερμηνευθεί, σύμφωνα με μια [[άποψη]], από το ότι επανέρχεται η [[κίνηση]] σε [[κάτι]] [[αφού]] αυτό αναθερμανθεί. Αρχικά το ρ. [[ιαίνω]] με σημ. «[[θερμαίνω]], [[μαλακώνω]] [[κάτι]] με [[θερμότητα]]» αναφερόταν στο [[νερό]] και στο [[κερί]], απ' όπου έλαβε τη σημ. «[[αναθερμαίνω]], [[ενθαρρύνω]]» όταν αναφερόταν σε λ. όπως [[θυμός]], [[ήτορ]] «[[καρδιά]]». Από μια αβέβαιη, [[τέλος]], ετυμολογική [[σύνδεση]] του [[ιαίνω]] με το ρ. [[ιώμαι]] «[[θεραπεύω]]» έλαβε και αυτή τη σημ. Ο τ. [[ιαίνω]] δεν έχει κανένα παράγωγο].
|mltxt=(Α [[ἰαίνω]])<br />[[θεραπεύω]], [[γιατρεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και παθ.) [[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]] (α. «ἀμφὶ δὲ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ' [[ὕδωρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἰαίνετο δ' [[ὕδωρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μαλακό με τη [[θερμότητα]], [[τήκω]] («ἰαίνετο [[κηρός]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευφραίνω]], [[ανακουφίζω]] («θυμόν ἰαίνειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αναθερμαίνω]] [[ενθαρρύνω]]<br /><b>5.</b> [[απαλλάσσω]], [[σώζω]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>ἰαίνομαι</i><br />πικραίνομαι, οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>isanyati</i> «[[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[παρακινώ]]» και πιθ. με το [[ιερός]] και προέρχεται από ένα θ. σε -<i>τ</i>-/-<i>η</i>- ([[πρβλ]]. βεδ. <i>isan</i>-<i>i</i>). Η σημασιολογική [[διαφορά]] που υπάρχει [[μεταξύ]] του αρχ. ινδ. <i>isanyati</i> και του [[ιαίνω]] μπορεί να ερμηνευθεί, σύμφωνα με μια [[άποψη]], από το ότι επανέρχεται η [[κίνηση]] σε [[κάτι]] [[αφού]] αυτό αναθερμανθεί. Αρχικά το ρ. [[ιαίνω]] με σημ. «[[θερμαίνω]], [[μαλακώνω]] [[κάτι]] με [[θερμότητα]]» αναφερόταν στο [[νερό]] και στο [[κερί]], απ' όπου έλαβε τη σημ. «[[αναθερμαίνω]], [[ενθαρρύνω]]» όταν αναφερόταν σε λ. όπως [[θυμός]], [[ήτορ]] «[[καρδιά]]». Από μια αβέβαιη, [[τέλος]], ετυμολογική [[σύνδεση]] του [[ιαίνω]] με το ρ. [[ιώμαι]] «[[θεραπεύω]]» έλαβε και αυτή τη σημ. Ο τ. [[ιαίνω]] δεν έχει κανένα παράγωγο].
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰαίνω)
θεραπεύω, γιατρεύω
αρχ.
1. (ενεργ. και παθ.) θερμαίνω, ζεσταίνω (α. «ἀμφὶ δὲ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ' ὕδωρ», Ομ. Οδ.
β. «ἰαίνετο δ' ὕδωρ», Ομ. Οδ.)
2. κάνω κάτι μαλακό με τη θερμότητα, τήκω («ἰαίνετο κηρός», Ομ. Οδ.)
3. ευφραίνω, ανακουφίζω («θυμόν ἰαίνειν», Ομ. Ιλ.)
4. μτφ. αναθερμαίνω ενθαρρύνω
5. απαλλάσσω, σώζω
6. παθ. ἰαίνομαι
πικραίνομαι, οργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με αρχ. ινδ. isanyati «θέτω σε κίνηση, παρακινώ» και πιθ. με το ιερός και προέρχεται από ένα θ. σε -τ-/-η- (πρβλ. βεδ. isan-i). Η σημασιολογική διαφορά που υπάρχει μεταξύ του αρχ. ινδ. isanyati και του ιαίνω μπορεί να ερμηνευθεί, σύμφωνα με μια άποψη, από το ότι επανέρχεται η κίνηση σε κάτι αφού αυτό αναθερμανθεί. Αρχικά το ρ. ιαίνω με σημ. «θερμαίνω, μαλακώνω κάτι με θερμότητα» αναφερόταν στο νερό και στο κερί, απ' όπου έλαβε τη σημ. «αναθερμαίνω, ενθαρρύνω» όταν αναφερόταν σε λ. όπως θυμός, ήτορ «καρδιά». Από μια αβέβαιη, τέλος, ετυμολογική σύνδεση του ιαίνω με το ρ. ιώμαι «θεραπεύω» έλαβε και αυτή τη σημ. Ο τ. ιαίνω δεν έχει κανένα παράγωγο].