ιλιγγιώ: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ἰλιγγιῶ, -άω)<br />ζαλίζομαι, μέ πιάνει [[ίλιγγος]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) <b>μτφ.</b> α) [[τρομάζω]] να σκεφθώ [[κάτι]], με κυριεύει [[ίλιγγος]] όταν το [[σκέπτομαι]]<br />β) [[μένω]] [[έκπληκτος]], καταπλήσσομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «χαλεπῶς ἰλιγγιῶ» — [[αισθάνομαι]] άσχημα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴλιγγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιῶ</i>, δηλωτική ρημάτων ασθενείας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λεπρ</i>-<i>ιῶ</i>, <i>σελην</i>-<i>ιῶ</i>)].
|mltxt=(ΑΜ ἰλιγγιῶ, -άω)<br />ζαλίζομαι, μέ πιάνει [[ίλιγγος]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) <b>μτφ.</b> α) [[τρομάζω]] να σκεφθώ [[κάτι]], με κυριεύει [[ίλιγγος]] όταν το [[σκέπτομαι]]<br />β) [[μένω]] [[έκπληκτος]], καταπλήσσομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «χαλεπῶς ἰλιγγιῶ» — [[αισθάνομαι]] άσχημα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴλιγγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιῶ</i>, δηλωτική ρημάτων ασθενείας ([[πρβλ]]. <i>λεπρ</i>-<i>ιῶ</i>, <i>σελην</i>-<i>ιῶ</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰλιγγιῶ, -άω)
ζαλίζομαι, μέ πιάνει ίλιγγος
(νεοελλ.-μσν.) μτφ. α) τρομάζω να σκεφθώ κάτι, με κυριεύει ίλιγγος όταν το σκέπτομαι
β) μένω έκπληκτος, καταπλήσσομαι
μσν.
φρ. «χαλεπῶς ἰλιγγιῶ» — αισθάνομαι άσχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλιγγος + κατάλ. -ιῶ, δηλωτική ρημάτων ασθενείας (πρβλ. λεπρ-ιῶ, σελην-ιῶ)].