ιπποσκελής: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποσκελής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει σκέλη ίππου («[[ἄνθρωπος]] [[ἱπποσκελής]]» — [[άνθρωπος]] με σκέλη ίππου, <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισο</i>-<i>σκελής</i>, <i>ισχνο</i>-<i>σκελής</i>].
|mltxt=[[ἱπποσκελής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει σκέλη ίππου («[[ἄνθρωπος]] [[ἱπποσκελής]]» — [[άνθρωπος]] με σκέλη ίππου, <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), [[πρβλ]]. <i>ισο</i>-<i>σκελής</i>, <i>ισχνο</i>-<i>σκελής</i>].
}}
}}

Revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱπποσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει σκέλη ίππου («ἄνθρωπος ἱπποσκελής» — άνθρωπος με σκέλη ίππου, Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο-σκελής, ισχνο-σκελής].