ιχθυόεις: Difference between revisions
From LSJ
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εσσα, -εν (Α [[ἰχθυόεις]], -εσσα, -εν)<br />[[γεμάτος]] ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με [[ψάρι]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» — η [[θάλασσα]] (<b>Ομ. Οδ.</b>). β) «[[ἰχθυόεις]] [[μυχός]]» — ο [[Βόσπορος]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>όεις</i> ( | |mltxt=-εσσα, -εν (Α [[ἰχθυόεις]], -εσσα, -εν)<br />[[γεμάτος]] ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με [[ψάρι]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» — η [[θάλασσα]] (<b>Ομ. Οδ.</b>). β) «[[ἰχθυόεις]] [[μυχός]]» — ο [[Βόσπορος]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. <i>βοτρυ</i>-<i>όεις</i>, <i>δακρυ</i>-<i>όεις</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
-εσσα, -εν (Α ἰχθυόεις, -εσσα, -εν)
γεμάτος ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια
αρχ.
1. όμοιος με ψάρι
2. αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.)
3. φρ. α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» — η θάλασσα (Ομ. Οδ.). β) «ἰχθυόεις μυχός» — ο Βόσπορος (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + επίθημα -όεις (πρβλ. βοτρυ-όεις, δακρυ-όεις)].