κάπνειος: Difference between revisions
From LSJ
Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάπνειος]] και [[κάπνεος]] και καπνέως και [[καπνία]] και [[κάπνιος]], ἡ (Α)<br />(ενν. [[άμπελος]]) αυτή που παράγει σταφύλια που έχουν το [[χρώμα]] του καπνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> / -<i>εος</i> ( | |mltxt=[[κάπνειος]] και [[κάπνεος]] και καπνέως και [[καπνία]] και [[κάπνιος]], ἡ (Α)<br />(ενν. [[άμπελος]]) αυτή που παράγει σταφύλια που έχουν το [[χρώμα]] του καπνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> / -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. <i>κήδ</i>-<i>ειος</i> / <i>κήδ</i>-<i>εος</i>, <i>τέλ</i>-<i>ειος</i> / <i>τέλ</i>-<i>εος</i>) που χρησιμοποιείται ως ουσ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:06, 23 August 2021
English (LSJ)
(sc. ἄμπελος), ἡ, vine A with smokecoloured grapes, Thphr.HP2.3.2, PCair.Zen.33.14 (iii B.C.):—written κάπνεος in Arist.GA770b20; καπνέως in Thphr.CP5.3.1 (cod. Urb., v.l. κάπνεος); καπνία in Suid., Sch.Ar.V.151; καπνός in cod. Hsch. s.v. καπνίας; κάπνιος in App.Prov.3.43.
Greek Monolingual
κάπνειος και κάπνεος και καπνέως και καπνία και κάπνιος, ἡ (Α)
(ενν. άμπελος) αυτή που παράγει σταφύλια που έχουν το χρώμα του καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ειος / -εος (πρβλ. κήδ-ειος / κήδ-εος, τέλ-ειος / τέλ-εος) που χρησιμοποιείται ως ουσ.].