Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάπνειος: Difference between revisions

From LSJ

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάπνειος]] και [[κάπνεος]] και καπνέως και [[καπνία]] και [[κάπνιος]], ἡ (Α)<br />(ενν. [[άμπελος]]) αυτή που παράγει σταφύλια που έχουν το [[χρώμα]] του καπνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> / -<i>εος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κήδ</i>-<i>ειος</i> / <i>κήδ</i>-<i>εος</i>, <i>τέλ</i>-<i>ειος</i> / <i>τέλ</i>-<i>εος</i>) που χρησιμοποιείται ως ουσ.].
|mltxt=[[κάπνειος]] και [[κάπνεος]] και καπνέως και [[καπνία]] και [[κάπνιος]], ἡ (Α)<br />(ενν. [[άμπελος]]) αυτή που παράγει σταφύλια που έχουν το [[χρώμα]] του καπνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> / -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. <i>κήδ</i>-<i>ειος</i> / <i>κήδ</i>-<i>εος</i>, <i>τέλ</i>-<i>ειος</i> / <i>τέλ</i>-<i>εος</i>) που χρησιμοποιείται ως ουσ.].
}}
}}

Revision as of 10:06, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπνειος Medium diacritics: κάπνειος Low diacritics: κάπνειος Capitals: ΚΑΠΝΕΙΟΣ
Transliteration A: kápneios Transliteration B: kapneios Transliteration C: kapneios Beta Code: ka/pneios

English (LSJ)

(sc. ἄμπελος), ἡ, vine A with smokecoloured grapes, Thphr.HP2.3.2, PCair.Zen.33.14 (iii B.C.):—written κάπνεος in Arist.GA770b20; καπνέως in Thphr.CP5.3.1 (cod. Urb., v.l. κάπνεος); καπνία in Suid., Sch.Ar.V.151; καπνός in cod. Hsch. s.v. καπνίας; κάπνιος in App.Prov.3.43.

Greek Monolingual

κάπνειος και κάπνεος και καπνέως και καπνία και κάπνιος, ἡ (Α)
(ενν. άμπελος) αυτή που παράγει σταφύλια που έχουν το χρώμα του καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ειος / -εος (πρβλ. κήδ-ειος / κήδ-εος, τέλ-ειος / τέλ-εος) που χρησιμοποιείται ως ουσ.].