καρδούλα: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ [[καρδούλα]])<br /><b>1.</b> (υποκορ. του [[καρδιά]]) μικρή, τρυφερή, αγαπητή [[καρδιά]]<br /><b>2.</b> γυναικείο [[κόσμημα]] που έχει [[σχήμα]] καρδιάς<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καρδούλα]] μου»<br />(ως [[προσφώνηση]] αγαπημένου προσώπου) [[αγάπη]] μου<br />β) «το λέει η [[καρδούλα]] του» — [[είναι]] [[θαρραλέος]], [[τολμηρός]]<br />γ) «άπτει η [[καρδούλα]] μου» — βρίσκομαι σε [[ταραχή]], σε [[έξαψη]]<br />δ) «[[βαστώ]] σκληρήν [[καρδούλα]]» — [[είμαι]] [[δύσπιστος]], [[επιμένω]] στην απόφασή μου<br />ε) «[[δροσίζω]] την [[καρδούλα]] κάποιου» ή «δροσίζεται η [[καρδούλα]] μου» — [[ικανοποιώ]] κάποιον, ικανοποιούμαι<br />στ) «[[καίω]] την [[καρδούλα]] κάποιου» — [[στενοχωρώ]] κάποιον, τον [[κάνω]] να υποφέρει<br />ζ) «μαραίνει [[κάτι]] την [[καρδούλα]] μου» — μέ λυπεί [[κάτι]], μέ στενοχωρεί πολύ<br />η) «τρέμει η [[καρδούλα]] μου» — συγκινούμαι, ταράζομαι, [[ανησυχώ]], έχω [[αγωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρδιά]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούλα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μεσ</i>-<i>ούλα</i>, <i>μυτ</i>-<i>ούλα</i>)].
|mltxt=η (Μ [[καρδούλα]])<br /><b>1.</b> (υποκορ. του [[καρδιά]]) μικρή, τρυφερή, αγαπητή [[καρδιά]]<br /><b>2.</b> γυναικείο [[κόσμημα]] που έχει [[σχήμα]] καρδιάς<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καρδούλα]] μου»<br />(ως [[προσφώνηση]] αγαπημένου προσώπου) [[αγάπη]] μου<br />β) «το λέει η [[καρδούλα]] του» — [[είναι]] [[θαρραλέος]], [[τολμηρός]]<br />γ) «άπτει η [[καρδούλα]] μου» — βρίσκομαι σε [[ταραχή]], σε [[έξαψη]]<br />δ) «[[βαστώ]] σκληρήν [[καρδούλα]]» — [[είμαι]] [[δύσπιστος]], [[επιμένω]] στην απόφασή μου<br />ε) «[[δροσίζω]] την [[καρδούλα]] κάποιου» ή «δροσίζεται η [[καρδούλα]] μου» — [[ικανοποιώ]] κάποιον, ικανοποιούμαι<br />στ) «[[καίω]] την [[καρδούλα]] κάποιου» — [[στενοχωρώ]] κάποιον, τον [[κάνω]] να υποφέρει<br />ζ) «μαραίνει [[κάτι]] την [[καρδούλα]] μου» — μέ λυπεί [[κάτι]], μέ στενοχωρεί πολύ<br />η) «τρέμει η [[καρδούλα]] μου» — συγκινούμαι, ταράζομαι, [[ανησυχώ]], έχω [[αγωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρδιά]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούλα</i> ([[πρβλ]]. <i>μεσ</i>-<i>ούλα</i>, <i>μυτ</i>-<i>ούλα</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (Μ καρδούλα)
1. (υποκορ. του καρδιά) μικρή, τρυφερή, αγαπητή καρδιά
2. γυναικείο κόσμημα που έχει σχήμα καρδιάς
3. φρ. α) «καρδούλα μου»
(ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου) αγάπη μου
β) «το λέει η καρδούλα του» — είναι θαρραλέος, τολμηρός
γ) «άπτει η καρδούλα μου» — βρίσκομαι σε ταραχή, σε έξαψη
δ) «βαστώ σκληρήν καρδούλα» — είμαι δύσπιστος, επιμένω στην απόφασή μου
ε) «δροσίζω την καρδούλα κάποιου» ή «δροσίζεται η καρδούλα μου» — ικανοποιώ κάποιον, ικανοποιούμαι
στ) «καίω την καρδούλα κάποιου» — στενοχωρώ κάποιον, τον κάνω να υποφέρει
ζ) «μαραίνει κάτι την καρδούλα μου» — μέ λυπεί κάτι, μέ στενοχωρεί πολύ
η) «τρέμει η καρδούλα μου» — συγκινούμαι, ταράζομαι, ανησυχώ, έχω αγωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδιά + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. μεσ-ούλα, μυτ-ούλα)].