καρδούλα
From LSJ
Greek Monolingual
η (Μ καρδούλα)
1. (υποκορ. του καρδιά) μικρή, τρυφερή, αγαπητή καρδιά
2. γυναικείο κόσμημα που έχει σχήμα καρδιάς
3. φρ. α) «καρδούλα μου»
(ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου) αγάπη μου
β) «το λέει η καρδούλα του» — είναι θαρραλέος, τολμηρός
γ) «άπτει η καρδούλα μου» — βρίσκομαι σε ταραχή, σε έξαψη
δ) «βαστώ σκληρήν καρδούλα» — είμαι δύσπιστος, επιμένω στην απόφασή μου
ε) «δροσίζω την καρδούλα κάποιου» ή «δροσίζεται η καρδούλα μου» — ικανοποιώ κάποιον, ικανοποιούμαι
στ) «καίω την καρδούλα κάποιου» — στενοχωρώ κάποιον, τον κάνω να υποφέρει
ζ) «μαραίνει κάτι την καρδούλα μου» — μέ λυπεί κάτι, μέ στενοχωρεί πολύ
η) «τρέμει η καρδούλα μου» — συγκινούμαι, ταράζομαι, ανησυχώ, έχω αγωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδιά + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. μεσούλα, μυτούλα)].