κινητοποιώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] σε [[κίνηση]] ή σε [[λειτουργία]]<br /><b>2.</b> [[θέτω]] επί ποδός, [[κάνω]] κάποιον να ενεργήσει (α. «κινητοποιήθηκαν όλοι οι συγγενείς για να βηθήσουν»)<br /><b>3.</b> [[επιστρατεύω]] ή [[μετακινώ]] σε θέσεις μάχης στρατιωτικές μονάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κινητός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποιῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κοινωνικο</i>-[[ποιώ]], <i>τέλειο</i>-[[ποιώ]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=<b>1.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] σε [[κίνηση]] ή σε [[λειτουργία]]<br /><b>2.</b> [[θέτω]] επί ποδός, [[κάνω]] κάποιον να ενεργήσει (α. «κινητοποιήθηκαν όλοι οι συγγενείς για να βηθήσουν»)<br /><b>3.</b> [[επιστρατεύω]] ή [[μετακινώ]] σε θέσεις μάχης στρατιωτικές μονάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κινητός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποιῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>κοινωνικο</i>-[[ποιώ]], <i>τέλειο</i>-[[ποιώ]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Revision as of 13:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

1. θέτω κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία
2. θέτω επί ποδός, κάνω κάποιον να ενεργήσει (α. «κινητοποιήθηκαν όλοι οι συγγενείς για να βηθήσουν»)
3. επιστρατεύω ή μετακινώ σε θέσεις μάχης στρατιωτικές μονάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινητός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. κοινωνικο-ποιώ, τέλειο-ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].