κινηματογράφος: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κινηματόγραφος, ο<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] της κινηματογραφίας, η λεγόμενη έβδομη [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> [[κλειστός]] ή [[υπαίθριος]] [[χώρος]] όπου προβάλλονται κινηματογραφικές ταινίες (α. «οι θερινοί κινηματογράφοι κινδυνεύουν να κλείσουν» β. «μερικές επαρχιακές πόλεις δεν διαθέτουν αρκετούς κινηματογράφους»)<br /><b>3.</b> [[συσκευή]] με την οποία προβάλλονται κινηματογραφικές ταινίες, η [[μηχανή]] προβολής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>cinematographs</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cinemato</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κίνημα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>graphe</i> ( | |mltxt=και κινηματόγραφος, ο<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] της κινηματογραφίας, η λεγόμενη έβδομη [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> [[κλειστός]] ή [[υπαίθριος]] [[χώρος]] όπου προβάλλονται κινηματογραφικές ταινίες (α. «οι θερινοί κινηματογράφοι κινδυνεύουν να κλείσουν» β. «μερικές επαρχιακές πόλεις δεν διαθέτουν αρκετούς κινηματογράφους»)<br /><b>3.</b> [[συσκευή]] με την οποία προβάλλονται κινηματογραφικές ταινίες, η [[μηχανή]] προβολής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>cinematographs</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cinemato</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κίνημα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>graphe</i> ([[πρβλ]]. -[[γράφος]] <span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
και κινηματόγραφος, ο
1. η τέχνη της κινηματογραφίας, η λεγόμενη έβδομη τέχνη
2. κλειστός ή υπαίθριος χώρος όπου προβάλλονται κινηματογραφικές ταινίες (α. «οι θερινοί κινηματογράφοι κινδυνεύουν να κλείσουν» β. «μερικές επαρχιακές πόλεις δεν διαθέτουν αρκετούς κινηματογράφους»)
3. συσκευή με την οποία προβάλλονται κινηματογραφικές ταινίες, η μηχανή προβολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. cinematographs < cinemato- (< κίνημα) + -graphe (πρβλ. -γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].