κοιλιοδαίμων: Difference between revisions
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοιλιοδαίμων]], -ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α)<br />(ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την [[κοιλιά]], [[κοιλιόδουλος]] («[[γάστρων]] και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]] ( | |mltxt=[[κοιλιοδαίμων]], -ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α)<br />(ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την [[κοιλιά]], [[κοιλιόδουλος]] («[[γάστρων]] και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]] ([[πρβλ]]. <i>βροτο</i>-[[δαίμων]], <i>νεκυ</i>-[[δαίμων]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:38, 23 August 2021
English (LSJ)
ονος, ὁ and ἡ, A one who makes a god of his belly, of a parasite, Eup.172, cf. Ael.Fr.109, Ath.3.97c.
German (Pape)
[Seite 1466] ονος, ὁ, der seinen Bauch zu seinem Gotte macht, der Schlemmer; καὶ γάστρων Ath. III, 97 c, vgl. 100 b; Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλιοδαίμων: -ονος, ὁ καὶ ἡ, ὁ θεοποιῶν τὴν ἑαυτοῦ κοιλίαν, ἐπίθ. παρασίτου, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 4, πρβλ. Αἰλ (;) παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἰούνιος, Ἀθήν. 97C, Εὐστ. Πονημ. 209. 41· πρβλ. σοροδαίμων.
Greek Monolingual
κοιλιοδαίμων, -ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α)
(ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την κοιλιά, κοιλιόδουλος («γάστρων και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δαίμων (πρβλ. βροτο-δαίμων, νεκυ-δαίμων)].