κοίτασμα: Difference between revisions
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ [[κοίτασμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[συσσώρευση]] ενός ή περισσότερων μεταλλευμάτων ή άλλων χρήσιμων ορυκτών στην [[επιφάνεια]] της γης ή [[κάτω]] από αυτήν<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[μάζα]] από συγκεντρώσεις ή παραγενέσεις ορυκτών εμπλουτισμένη σε ορισμένα χρήσιμα ορυκτά, ώστε να [[είναι]] δυνατή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η εκμετάλλευσή της<br /><b>μσν.</b><br />το [[μέρος]] όπου πλαγιάζει [[κάποιος]], η [[κοίτη]], η [[κλίνη]] («[[κοίτασμα]] σκληρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[κοιτάζω]]. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=το (Μ [[κοίτασμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[συσσώρευση]] ενός ή περισσότερων μεταλλευμάτων ή άλλων χρήσιμων ορυκτών στην [[επιφάνεια]] της γης ή [[κάτω]] από αυτήν<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[μάζα]] από συγκεντρώσεις ή παραγενέσεις ορυκτών εμπλουτισμένη σε ορισμένα χρήσιμα ορυκτά, ώστε να [[είναι]] δυνατή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η εκμετάλλευσή της<br /><b>μσν.</b><br />το [[μέρος]] όπου πλαγιάζει [[κάποιος]], η [[κοίτη]], η [[κλίνη]] («[[κοίτασμα]] σκληρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[κοιτάζω]]. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>gisement</i>. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (Μ κοίτασμα)
νεοελλ.
1. η συσσώρευση ενός ή περισσότερων μεταλλευμάτων ή άλλων χρήσιμων ορυκτών στην επιφάνεια της γης ή κάτω από αυτήν
2. κάθε μάζα από συγκεντρώσεις ή παραγενέσεις ορυκτών εμπλουτισμένη σε ορισμένα χρήσιμα ορυκτά, ώστε να είναι δυνατή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η εκμετάλλευσή της
μσν.
το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτη, η κλίνη («κοίτασμα σκληρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κοιτάζω. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gisement. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].