Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρανιοφαρυγγίωμα: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>ιατρ.</b> όγκος του εγκεφάλου που αναπτύσσεται [[επάνω]] από το τουρκικό εφίππιο σε [[βάρος]] του μίσχου της υπόφυσης και του θυλάκου του Ράτκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>craniopharyngiome</i> <span style="color: red;"><</span> <i>crani</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>cranium</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρανίον]]) <span style="color: red;">+</span> <i>pharyngiome</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάρυγξ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ome</i>)].
|mltxt=το<br /><b>ιατρ.</b> όγκος του εγκεφάλου που αναπτύσσεται [[επάνω]] από το τουρκικό εφίππιο σε [[βάρος]] του μίσχου της υπόφυσης και του θυλάκου του Ράτκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>craniopharyngiome</i> <span style="color: red;"><</span> <i>crani</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>cranium</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρανίον]]) <span style="color: red;">+</span> <i>pharyngiome</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάρυγξ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ome</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
ιατρ. όγκος του εγκεφάλου που αναπτύσσεται επάνω από το τουρκικό εφίππιο σε βάρος του μίσχου της υπόφυσης και του θυλάκου του Ράτκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniopharyngiome < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + pharyngiome (< φάρυγξ + κατάλ. -ome)].