κραταίπους: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραταίπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει [[δυνατά]] πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτί</i>-[[πους]], <i>ωκύ</i>-[[πους]])].
|mltxt=[[κραταίπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει [[δυνατά]] πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> ([[πρβλ]]. <i>αρτί</i>-[[πους]], <i>ωκύ</i>-[[πους]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταίπους Medium diacritics: κραταίπους Low diacritics: κραταίπους Capitals: ΚΡΑΤΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: krataípous Transliteration B: krataipous Transliteration C: krataipous Beta Code: kratai/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος, A stout-footed, ἡμίονοι Hom. Epigr.15.9; cf. καρταίπους.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων ἰσχυροὺς πόδας, ἡμίονοι Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15. 9· ― καρταίπους κεῖται ἀπολ. ἀντὶ τοῦ ταῦρος ἐν Πινδ. Ο. 13. 114, ― πιθ. ἔκ τινος Χρησμοῦ· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. αίποδος
aux pieds robustes ou fermes.
Étymologie: κραταιός, πούς.

Greek Monolingual

κραταίπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει δυνατά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + πούς, ποδός (πρβλ. αρτί-πους, ωκύ-πους)].

Greek Monotonic

κρᾰταίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει δυνατά πόδια, σε Επικ.· το καρταίπους χρησιμ. απόλ. αντί ταῦρος, στον Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰταίπους: 2, gen. ποδος крепконогий (ἡμίονοι Hom.).

Middle Liddell

κρᾰταί-πους,
stout-footed, epic:— καρταίπους is used absol. for ταῦρος in Pind.